Golden Visa

Προϋποθέσεις για την έκδοση GOLDEN VISA

 

  1. A. Χορήγηση άδειας μέσω απόκτησης ακίνητης περιουσίας.

Οι προϋποθέσεις για την έκδοση της μόνιμης άδειας διαμονής επενδυτή του άρ. 20 Β Ν 4251/2014 είναι οι εξής:

1) Ο υποβάλλων τη σχετική αίτηση να είναι πολίτης τρίτης χώρας, ήτοι πολίτης κράτους, που δεν είναι μέλος της Ε.Ε.

2) Ο εν λόγω πολίτης να έχει εισέλθει νόμιμα στην Ελλάδα με οποιαδήποτε θεώρηση εισόδου, ή να διαμένει νόμιμα στην Ελλάδα, ανεξάρτητα από το καθεστώς ή τον τύπο άδειας διαμονής, ακόμη και αν ο τίτλος διαμονής που κατέχει δεν επιτρέπει αλλαγή σκοπού.

Αν δεν συντρέχουν τα παραπάνω, απαραίτητη είναι η προηγούμενη χορήγηση εθνικής θεώρησης εισόδου για την απόκτηση άδειας διαμονής επενδυτή του αρ. 20 Β Ν 4251/2014. Η χορήγησή της μπορεί να γίνει τόσο σε περίπτωση που έχει, ήδη, ολοκληρωθεί η διαδικασία της αγοράς του ακινήτου, όσο και σε περίπτωση που δεν έχει ξεκινήσει ή δεν έχει ολοκληρωθεί η διαδικασία της αγοράς.

3) Ο εν λόγω πολίτης να έχει αποκτήσει κατά πλήρη κυριότητα, νομή και κατοχή ακίνητη περιουσία στην Ελλάδα.

Του νόμου μη διακρίνοντος, αφορά και σε εμπορικά και σε οικιστικά ακίνητα. Ωστόσο, τίθενται χωρικοί περιορισμοί στην απόκτηση ακίνητης περιουσίας σε παραμεθόριο περιοχή. Ως παραμεθόριες περιοχές ορίζονται οι νομοί Δωδεκανήσου, Έβρου, Θεσπρωτίας, Καστοριάς, Κιλκίς, Λέσβου, Ξάνθης, Πρέβεζας, Ροδόπης, Σάμου, Φλώρινας, Χίου, Θήρα, Σκύρος, οι πρώην επαρχίες Νευροκοπίου του πρώην νομού Δράμας, Πωγωνίου και Κόνιτσας του νομού Ιωαννίνων, Αλμωπίας και Έδεσσας του νομού Πέλλας και Σιντικής του νομού Σερρών. Άρση των περιορισμών παρέχεται με απόφαση του Υπουργού Εθνικής Άμυνας, ύστερα από αίτηση του ενδιαφερομένου, όπου θα πρέπει να αναφέρεται οπωσδήποτε, μεταξύ άλλων, και ο σκοπός για τον οποίο θα χρησιμοποιηθεί το ακίνητο.

Ο πιο συνήθης τρόπος κτήσης της ακίνητης περιουσίας είναι: – είτε με μεταβίβαση εξ επαχθούς αιτίας (π.χ. πώληση) ή με χαριστική αιτία (π.χ. δωρεά), – είτε με κληρονομική διαδοχή (εξ αδιαθέτου ή από διαθήκη κληρονόμου), – είτε συνεπεία γονικής παροχής[1]. Επισημαίνεται ότι, αν ο κληρονόμος είναι π.χ. 15 ετών, μπορεί να υποβάλει, το πρώτον, αίτηση για την έκδοση της άδειας διαμονής επενδυτή του άρ. 20 Ν 4251/2014 με τη συμπλήρωση του 18ου έτους της ηλικίας του. Εν ολίγοις, ανήλικος μπορεί να αποκτήσει:

α) είτε αυτοτελή άδεια διαμονής επενδυτή του άρ. 20 Β Ν 4251/2014 • είτε λόγω μεταβίβασης εξ επαχθούς αιτίας ή με χαριστική αιτία, όπου η ενηλικιότητα δεν αποτελεί προϋπόθεση • είτε με κληρονομική διαδοχή, όπου η ενηλικιότητα αποτελεί προϋπόθεση • είτε συνεπεία γονικής παροχής, όπου η ενηλικιότητα αποτελεί προϋπόθεση, β) είτε (μη αυτοτελή) άδεια διαμονής επενδυτή του άρ. 20 Β Ν 4251/2014 για λόγους οικογενειακής επανένωσης.

Πιο αναλυτικά, τα μέλη της οικογένειας έχουν την επιλογή: – είτε να εισέλθουν στη χώρα, ταυτόχρονα, με τον αιτούντα από τον οποίο εκπορεύονται τα δικαιώματα διαμονής τους (τον συντηρούντα) – είτε να εισέλθουν στη χώρα σε μεταγενέστερη ημερομηνία. Σε κάθε περίπτωση, πρέπει να λάβουν τη σχετική θεώρηση εισόδου και να υποβάλουν ξεχωριστή αίτηση για τη χορήγηση ατομικής άδειας διαμονής. Απώτατο χρονικό σημείο υποβολής της αίτησης είναι η λήξη της ισχύος της άδειας διαμονής του συντηρούντα.

Ως μέλη νοούνται: α. Ο έτερος των συζύγων ή των συντρόφων με τον/ την οποίο/α ο πολίτης τρίτης χώρας έχει συνάψει σύμφωνο συμβίωσης στην Ελλάδα., β. Τα άγαμα κοινά τέκνα των συζύγων ή συντρόφων κάτω των 21 ετών, – ή τα άγαμα τέκνα του συντηρούντος ή του ετέρου των συζύγων ή συντρόφων κάτω των 21 ετών, εφόσον η επιμέλεια έχει νόμιμα ανατεθεί για μεν τα τέκνα του συντηρούντος σε αυτήν, για δε τα τέκνα της ετέρου των συζύγων ή συντρόφων σε αυτόν. Μετά το 21ο έτος είναι δυνατή η περαιτέρω ανανέωση αυτών με τριετή αυτοτελή άδεια διαμονής μέχρι το 24ο έτος της ηλικίας τους, με μόνη υποχρέωση την προσκόμιση της προηγούμενης άδειας διαμονής για οικογενειακή επανένωση. Μετά το 24ο έτος της ηλικίας τους, είναι δυνατή η περαιτέρω ανανέωση, σύμφωνα με τις προβλέψεις της μεταναστευτικής νομοθεσίας,  γ. Οι απευθείας ανιόντες των συζύγων ή συντρόφων.

Περαιτέρω, ο πολίτης τρίτης χώρας μπορεί να αποκτήσει κατά πλήρη κυριότητα, νομή και κατοχή ακίνητη περιουσία στην Ελλάδα μέσω ΝΠ με έδρα στην Ελλάδα ή σε άλλο κράτος μέλος της Ε.Ε., εφόσον του ανήκουν εξ ολοκλήρου οι μετοχές ή τα εταιρικά μερίδια.

Άδεια διαμονής επενδυτή του άρ. 20 Β Ν 4251/2014 δίνεται και όσους αγόρασαν αγροτεμάχιο ή οικόπεδο και προβαίνουν σε ανέγερση κτηρίου. Εντούτοις, ο νόμος επιτρέπει την έκδοση της άδειας διαμονής επενδυτή του άρ. 20 Β Ν 4251/2014 και στις περιπτώσεις σύναψης μακροχρόνιας σύμβασης χρονομεριστικής μίσθωσης του Ν 1652/1986. Η μίσθωση αφορά σε τουριστικά καταλύματα ή σε τουριστική επιπλωμένη κατοικία σε σύνθετο τουριστικό κατάλυμα του άρ. 8, παρ. 2 Ν 4002/2011. Ειδικότερα, σύμβαση χρονομεριστικής μίσθωσης είναι η σύμβαση με την οποία, αφενός, ο εκμισθωτής αναλαμβάνει την υποχρέωση να παραχωρεί κατ’ έτος στον μισθωτή, και καθ’ όλη τη διάρκεια της σύμβασης, τη χρήση του τουριστικού καταλύματος ή της τουριστικής επιπλωμένης κατοικίας σε σύνθετο τουριστικό κατάλυμα και να παρέχει σε αυτόν συναφείς υπηρεσίες για καθορισμένο από τη σύμβαση χρονικό διάστημα και, αφετέρου, ο μισθωτής αναλαμβάνει την υποχρέωση να καταβάλλει το μίσθωμα που συμφωνήθηκε. Η σύμβαση αυτή μπορεί να συνομολογηθεί για χρονικό διάστημα από 1 έως 60 έτη. Παρά ταύτα, για την έκδοση άδειας διαμονής επενδυτή του άρ. 20 Β Ν 4251/2014, απαιτείται η σύναψη μακροχρόνιας σύμβασης μίσθωσης, ήτοι σύμβασης δεκαετούς, τουλάχιστον, διάρκειας. Θα πρέπει να διευκρινιστεί, επίσης, ότι ως τουριστικά καταλύματα νοούνται οι ξενοδοχειακές μονάδες και γενικά οι τουριστικές εγκαταστάσεις, που λειτουργούν με άδεια του ΕΟΤ και έχουν υπαχθεί στις διατάξεις του Ν με απόφαση του Γενικού Γραμματέα του ΕΟΤ. Ως σύνθετα τουριστικά καταλύματα χαρακτηρίζονται τα ξενοδοχειακά καταλύματα που ανεγείρονται σε γήπεδα ίσα ή μεγαλύτερα των 150.000 τ.μ., και περιλαμβάνουν ξενοδοχεία κατηγορίας πέντε αστέρων, μία εγκατάσταση ειδικής τουριστικής υποδομής (όπως εγκαταστάσεις ιαματικού τουρισμού, γήπεδο γκολφ, τουριστικός λιμένας, κέντρο προπονητικού αθλητικού τουρισμού, συνεδριακό κέντρο, ψυχαγωγικό θεματικό πάρκο κ.α.) και τουριστικές επιπλωμένες κατοικίες. Το ποσοστό των δυνάμενων να εκμισθωθούν μακροχρονίως τουριστικών επιπλωμένων κατοικιών δεν μπορεί να υπερβαίνει το 30% της συνολικώς δομούμενης επιφάνειας του σύνθετου τουριστικού καταλύματος.

Σε όλες τις ανωτέρω περιπτώσεις, η ελάχιστη αξία της ακίνητης περιουσίας κατά τον χρόνο κτήσης της, ή το άθροισμα της αξίας του συμβολαίου αγοράς αγροτεμαχίου ή οικοπέδου κατά τον χρόνο κτήσης του και του εργολαβικού συμφωνητικού ανέγερσης κτιρίου ή το συνολικό συμβατικό μίσθωμα των μισθώσεων ξενοδοχειακών καταλυμάτων ή τουριστικών κατοικιών σε σύνθετα τουριστικά καταλύματα καθορίζεται σε 250.000 ευρώ, χωρίς ΦΠΑ. Με κοινή απόφαση των Υπουργών Οικονομικών, Ανάπτυξης και Επενδύσεων και Μετανάστευσης και Επενδύσεων, το ύψος της ως άνω ακίνητης περιουσίας μπορεί να αναπροσαρμόζεται, καθώς και να καταρτίζονται κατάλογοι περιοχών της επικράτειας, ισχύος τουλάχιστον πενταετούς διάρκειας, για τις οποίες μπορεί να ισχύει διαφοροποίηση ως προς το ύψος της επένδυσης, με τη συνεκτίμηση στοιχείων, όπως είναι η αναπτυξιακή στόχευση, η τουριστική ανάπτυξη, η γεωγραφική θέση, αλλά και οι εμπορικές ή αντικειμενικές αξίες των ευρισκόμενων στις περιοχές αυτές ακινήτων. Το ύψος της αξίας της ακίνητης περιουσίας ή του συνολικού συμβατικού μισθώματος θα προκύπτει από την αναγραφόμενη στο συμβόλαιο αξία του ακινήτου ή στη σύμβαση μίσθωσης, αντίστοιχα. Σε περιπτώσεις που οι συμβολαιογραφικές πράξεις μεταβίβασης ή οι συμβάσεις μίσθωσης τελούν υπό την αίρεση της καταβολής του πιστούμενου τιμήματος, το ύψος της αξίας της ακίνητης περιουσίας ή του συνολικού συμβατικού μισθώματος θα προκύπτει από την αντίστοιχη νόμιμα μεταγεγραμμένη συμβολαιογραφική πράξη εξόφλησης και άρσης διαλυτικής αίρεσης ή τις συμβάσεις μίσθωσης, αντίστοιχα. Το ύψος της αξίας της ακίνητης περιουσίας ή του συνολικού συμβατικού μισθώματος καταβάλλεται εφάπαξ στο σύνολό του μέχρι και την υποβολή του αιτήματος για τη χορήγηση της μόνιμης άδειας επενδυτή. Κατ’ εξαίρεση, ωστόσο, είναι δυνατή, κατά το διαπραγματευτικό στάδιο της αγοραπωλησίας, η προκαταβολή ποσού ανάλογου της αξίας του ακινήτου από τον υποψήφιο αγοραστή και η καταβολή του υπόλοιπου τιμήματος μέχρι και υποβολή του αιτήματος για τη χορήγηση της μόνιμης άδειας διαμονής επενδυτή.

Η καταβολή του συνολικού τιμήματος ή μισθώματος γίνεται:

– με δίγραμμη τραπεζική επιταγή σε λογαριασμό πληρωμών του δικαιούχου που τηρείται σε πιστωτικό ίδρυμα που λειτουργεί στην Ελλάδα,

– με μεταφορά πίστωσης σε λογαριασμό πληρωμών του δικαιούχου που τηρείται σε πάροχο υπηρεσιών πληρωμών, ο οποίος λειτουργεί στην Ελλάδα,

– μέσω POS εγκατεστημένου από πάροχο υπηρεσιών πληρωμών, ο οποίος λειτουργεί στην Ελλάδα, με χρέωση τραπεζικής πιστωτικής ή χρεωστικής κάρτας του αγοραστή, σε λογαριασμό πληρωμών του δικαιούχου που τηρείται σε πάροχο υπηρεσιών πληρωμών, ο οποίος λειτουργεί στην Ελλάδα. Η αναγνώριση της νομιμότητας της πληρωμής μέσω POS είναι μία από τις πρόσφατες αλλαγές της νομοθεσίας για τη χρυσή βίζα, που έγιναν τον Οκτώβρη με τον Ν 4635/2019.

Ο ακυρωτικός δικαστής, με την απόφαση ΣτΕ 2036/2019, έκρινε νόμιμη την, τότε, νομοθετική επιλογή των μέσων καταβολής του τιμήματος (ήτοι χωρίς την πρόβλεψη καταβολής του τιμήματος μέσω POS)[2]. Οι ως άνω τρόποι πληρωμής δύνανται να πραγματοποιηθούν και από σύζυγο ή/ και συγγενείς εξ αίματος ή εξ αγχιστείας μέχρι του β’ βαθμού του αγοραστή.

Ενδιαφέρον παρουσιάζει η πρόσφατη απόφαση του ΣτΕ (ΣτΕ 2036/2019), σύμφωνα με την οποία αν από το συμβόλαιο αγοραπωλησίας ακινήτου προκύπτει ότι η καταβολή του τιμήματος δεν έγινε σύμφωνα με έναν από τους τρόπους που προβλέπονται αποκλειστικά στον νόμο, ο πολίτης τρίτης χώρας μπορεί οποτεδήποτε να μεταβάλλει τον τρόπο καταβολής του τιμήματος, προβαίνοντας σε αντίστοιχη διόρθωση του αρχικού συμβολαίου, κατά τρόπον ώστε να συμμορφώνεται με τον νόμο. Η διόρθωση αυτή, δηλαδή, μπορεί να λάβει χώρα, ακόμη και μετά την υποβολή της αίτησης για τη χορήγηση άδειας διαμονής, αφήνοντας περιθώριο για καταστρατηγήσεις. Όλα τα ειδικότερα στοιχεία διενέργειας της πληρωμής, συμπεριλαμβανομένων ιδίως α) των στοιχείων ταυτοποίησης του πωλητή, του αγοραστή και τυχόν τρίτου πληρωτή, β) των λογαριασμών πληρωμών χρέωσης του πληρωτή και πίστωσης του δικαιούχου, γ) του τρόπου καταβολής του συμφωνηθέντος τιμήματος ή μισθώματος, δ) της υπεύθυνης δήλωσης του αγοραστή για τη συζυγική σχέση ή τη συγγένεια με τυχόν τρίτο πληρωτή, ε) της ύπαρξης τυχόν διαλυτικής αίρεσης, στ) της χρησιμοποίησης του συγκεκριμένου ακινήτου από τον πωλητή για την έκδοση μόνιμης άδειας διαμονής επενδυτή πρέπει να δηλώνονται υπεύθυνα από τους συμβαλλόμενους, ενώπιον του συντάσσοντος το συμβόλαιο συμβολαιογράφου και να αναγράφονται σε αυτό. Ο πολίτης τρίτης χώρας, κατά την κατάθεση της αίτησης για τη χορήγηση της μόνιμης άδειας διαμονής επενδυτή, υποβάλλει βεβαίωση του συμβολαιογράφου που συνέταξε τις συμβολαιογραφικές πράξεις μεταβίβασης ή τις συμβάσεις μίσθωσης με την οποία βεβαιώνονται τα ανωτέρω. Σημειωτέον ότι η αντικειμενική αξία μας ενδιαφέρει μόνον αν αυτή αποτελεί το ποσό που αναγράφεται στο συμβόλαιο ότι καταβλήθηκε για την αγοραπωλησία ή τη μίσθωση.

Το δικαίωμα διαμονής παρέχεται σε όλους τους συνιδιοκτήτες μόνον, εάν το ποσό που έχει επενδύσει ο κάθε ένας από αυτούς ανέρχεται σε 250.000 ευρώ. Έτσι, πχ., και οι 8 πολίτες τρίτων χωρών που αγοράζουν από κοινού ακίνητο, αξίας κτήσης 2.000.000 ευρώ, δικαιούνται άδεια διαμονής επενδυτή του άρ. 20 Β Ν 4251/2014, αρκεί ο κάθε ένας από αυτούς να έχει επενδύσει 250.000 ευρώ [2.000.000 % 8 = 250.000]. Μόνη εξαίρεση εισάγεται για τους συνιδιοκτήτες, που είναι σύζυγοι ή σύντροφοι, που έχουν συνάψει σύμφωνο συμβίωσης στην Ελλάδα. Στην περίπτωση αυτή, είναι δυνατή η έκδοση άδειας διαμονής επενδυτή του άρ. 20 Β Ν 4251/2014 για αμφότερους, ακόμη και η συνολική αξία του ακινήτου ανέρχεται στα 250.000 ευρώ.

 

Β. Χορήγηση άδειας για επενδυτική δραστηριότητα.

Οι προϋποθέσεις για την έκδοση άδειας διαμονής για επενδυτική δραστηριότητα του αρ 16 Ν 4251/2014 είναι οι εξής:

1) ο υποβάλλων τη σχετική αίτηση να είναι πολίτης τρίτης χώρας, ήτοι πολίτης κράτους, που δεν είναι μέλος της Ε.Ε.

2) Ο εν λόγω πολίτης ή να έχει εισέλθει νόμιμα στην Ελλάδα με εθνική θεώρηση Visa D, ή να διαμένει νόμιμα στην Ελλάδα, ανεξάρτητα από το καθεστώς ή τον τύπο άδειας διαμονής (είτε με οριστικό τίτλο διαμονής, είτε με θεώρηση εισόδου, είτε με άδεια διαμονής που έχει χορηγηθεί από άλλο κράτος μέλος της ΕΕ (σε αυτήν την περίπτωση ισχύουν οι κανόνες Schengen για την προσωρινή διαμονή σε κράτος μέλος), είτε με άδεια διαμονής επί μακρόν διαμένοντος που έχει χορηγηθεί από άλλο κράτος μέλος της ΕΕ.

3) Ο εν λόγω πολίτης να πραγματοποιεί επενδυτική δραστηριότητα στην Ελλάδα. Ανάλογα με την επιλεγόμενη επενδυτική δραστηριότητα, το άρ. 16 Ν 4251/2014 προβλέπει τρεις διακριτές περιπτώσεις χορήγησης άδειας διαμονής για επενδυτική δραστηριότητα. Αναλυτικότερα:

→ Χορήγηση πενταετούς άδειας διαμονής για επενδυτική δραστηριότητα του αρ. 16, περίπτ. Α Ν 4251/2014 Δεν τίθενται περιορισμοί σχετικά με τον κλάδο δραστηριότητας ή τον τόπο εγκατάστασης του επενδυτικού σχεδίου. Ως μοναδική προϋπόθεση τίθεται η επέλευση θετικών επιπτώσεων στην εθνική ανάπτυξη και οικονομία από την πραγματοποίηση της εν λόγω επενδυτικής δραστηριότητας. Η εξειδίκευση της αόριστης αυτής νομικής έννοιας γίνεται από τη Διεύθυνση Κεφαλαίων Εξωτερικού του Υπουργείου Ανάπτυξης και Επενδύσεων, η οποία προχωρά, μεταξύ άλλων, στον χαρακτηρισμό της επένδυσης. Οι παράγοντες που λαμβάνονται υπόψη για την αξιολόγηση της επίπτωσης στην εθνική ανάπτυξη και την οικονομία είναι η δημιουργία θέσεων εργασίας, η αξιοποίηση εγχώριων πόρων και η καθετοποίηση της εγχώριας παραγωγής, ο εξαγωγικός προσανατολισμός, η καινοτομία και η υιοθέτηση νέας τεχνολογίας. Η δραστηριότητα αυτή δύναται να υλοποιηθεί μέσω της κατασκευής νέων εγκαταστάσεων (greenfield investments) ή μέσω επιχειρηματικής εξαγοράς, αναδιάρθρωσης ή επέκτασης υφιστάμενων δραστηριοτήτων (brownfield investments). Η επενδυτική δραστηριότητα πραγματοποιείται:

– από αλλοδαπό ΦΠ, στο οποίο και χορηγείται τελικά η σχετική άδεια διαμονής – από αλλοδαπό ΦΠ, που διαμένει ήδη νόμιμα στην Ελλάδα και είναι κάτοχος άδειας διαμονής για την ανεξάρτητη οικονομική ή επενδυτική δραστηριότητα

– από αλλοδαπό ΝΠ

– από ημεδαπό ΝΠ, που λειτουργεί, ήδη, νόμιμα στην Ελλάδα, στο πλαίσιο νέων επενδύσεων

Στις τελευταίες δύο περιπτώσεις, δύνανται, ανάλογα του ύψους της επένδυσης, να αποκτήσουν την άδεια διαμονής για επενδυτική δραστηριότητα του άρ. 16, περιπτ. Α Ν 4251/2014 μέχρι και τρία αλλοδαπά ΦΠ, που είναι μέτοχοι ή στελέχη του ανωτέρω ΝΠ. Ο Ν 4251/2014 (στο άρ. 136, παρ. 2) παρέχει ειδικότερη νομοθετική εξουσιοδότηση (άρ.43, παρ. 2, εδ β Σ) στους Υπουργούς Μεταναστευτικής Πολιτικής, Οικονομίας και Ανάπτυξης και Εξωτερικών για την έκδοση ΚΥΑ, όπου θα καθορίζεται το απαιτούμενο ελάχιστο ύψος της επένδυσης. Πράγματι, με την ΚΥΑ 53969/2014 ορίζεται ότι το ελάχιστο ύψος της πραγματοποιούμενης επένδυσης πρέπει να είναι ύψους, τουλάχιστον, 250.000 ευρώ.

Χορήγηση δεκαετούς άδειας διαμονής για επενδυτική δραστηριότητα του άρ. 16, περιπτ. Β Ν 4251/2014. Η κατηγορία αυτή αφορά στις στρατηγικές επενδύσεις. Ως τέτοιες νοούνται οι επενδύσεις, οι οποίες λόγω της στρατηγικής τους βαρύτητας για την εθνική ή και τοπική οικονομία μπορούν να επιφέρουν ποσοτικά και ποιοτικά αποτελέσματα σημαντικής έντασης για την αύξηση της απασχόλησης, την παραγωγική ανασυγκρότηση και την ανάδειξη του φυσικού και πολιτιστικού περιβάλλοντος της χώρας σύμφωνα με τις αρχές της κοινωνικά δίκαιης, χωρίς αποκλεισμούς, ισόρροπης και αειφόρου ανάπτυξης και σύμφωνα με την Εθνική Αναπτυξιακή Στρατηγική (Ε.Α.Σ.) με κύρια χαρακτηριστικά την εξωστρέφεια, την καινοτομία, την ανταγωνιστικότητα, τον καθολικό σχεδιασμό, την εξοικονόμηση φυσικών πόρων στην προοπτική της κυκλικής οικονομίας και την υψηλή προστιθέμενη αξία, ιδίως σε τομείς οικονομικών δραστηριοτήτων διεθνώς εμπορεύσιμων προϊόντων ή υπηρεσιών. Αναλυτικότερα, οι στρατηγικές επενδύσεις διακρίνονται ως εξής:

α) Στρατηγικές επενδύσεις Ι, οι οποίες δημιουργούν κατά τρόπο βιώσιμο τουλάχιστον 120 νέες ετήσιες μονάδες εργασίας, και ο συνολικός προϋπολογισμός του είναι μεγαλύτερος των 100.000.000 ευρώ.

β) Στρατηγικές επενδύσεις ΙΙ, οι οποίες δημιουργούν κατά τρόπο βιώσιμο 100 νέες ετήσιες μονάδες εργασίας και ο συνολικός προϋπολογισμός τους είναι μεγαλύτερος των 40.000.000 ευρώ. Ειδικότερα, οι επενδύσεις στον τομέα της βιομηχανίας, πρέπει να δημιουργούν κατά τρόπο βιώσιμο τουλάχιστον 75 νέες ετήσιες μονάδες εργασίας και ο συνολικός προϋπολογισμός να είναι μεγαλύτερος των 30.000.000 ευρώ.

γ) Εμβληματικές επενδύσεις, οι οποίες αφορούν σε:

αα) επενδύσεις που υλοποιούνται από διακριμένες διεθνούς φήμης νομικές οντότητες που κατατάσσονται στις πρώτες θέσεις στον κλάδο τους παγκοσμίως ή σε ευρωπαϊκό επίπεδο, συμπεριλαμβανομένων, ιδίως, όσων προωθούν την πράσινη οικονομία και την οικονομία χαμηλού ενεργειακού και περιβαλλοντικού αποτυπώματος. Δεν τίθεται κάποιο κατώτατο όριο στη δημιουργία των νέων ετήσιων μονάδων εργασίας ή στο συνολικό προϋπολογισμό της επένδυσης.

ββ) επενδύσεις στον τομέα της βιομηχανίας, οι οποίες δημιουργούν κατά τρόπο βιώσιμο τουλάχιστον 200 νέες ετήσιες μονάδες εργασίας και ο συνολικός προϋπολογισμός να είναι μεγαλύτερος των 200.000.000 ευρώ.

δ) Στρατηγικές επενδύσεις ταχείας αδειοδότησης, οι οποίες πρέπει να δημιουργούν κατά τρόπο βιώσιμο τουλάχιστον 30 νέες ετήσιες μονάδες εργασίας και ο συνολικός προϋπολογισμός να είναι μεγαλύτερος των 20.000.000 ευρώ.

ε) Αυτοδίκαια εντασσόμενες στρατηγικές επενδύσεις, όπως οι επενδύσεις Ν 3389/2005 που έχουν εγκριθεί από τη Διυπουργική ΣΔΙΤ και έχουν υπαχθεί στο Ευρωπαϊκό Ταμείο Στρατηγικών Επενδύσεων και οι επενδύσεις του άρ. 8 Ν 4271/2014 για τα Ευρωπαϊκά Ενεργειακά Έργα Κοινού Ενδιαφέροντος- Projects of Common Interest.

Ανάλογα με την κατηγορία, στην οποία θα ενταχθεί η επένδυση, αυτή μπορεί, ύστερα από σχετικό αίτημα να λάβει, αντίστοιχα κίνητρα χωροθέτησης, φορολογικά κίνητρα, κίνητρα ταχείας αδειοδότησης και κίνητρα ενίσχυσης δαπανών στρατηγικών επενδύσεων για την πραγματοποίηση των εν λόγω επενδύσεων.

→ Χορήγηση άδειας διαμονής για επενδυτική δραστηριότητα του άρ. 16, περιπτ. Γ Ν 4251/2014 Η κατηγορία αυτή αφορά σε συγκεκριμένες μορφές επενδυτικής δραστηριότητας. Συγκεκριμένα αφορά στην:

α. Εισφορά κεφαλαίου, ποσού 400.000 ευρώ, τουλάχιστον, σε εταιρεία, η οποία έχει έδρα ή εγκατάσταση στην Ελλάδα για την απόκτηση μετοχών σε αύξηση μετοχικού κεφαλαίου ή ομολόγων κατά την έκδοση ομολογιακού δανείου, τα οποία εισάγονται για διαπραγμάτευση στο ελληνικό χρηματιστήριο. Η πραγματοποίηση και η διακράτηση της επένδυσης πιστοποιείται με βεβαίωση, η οποία εκδίδεται από την διαμεσολαβήτρια επιχείρηση επενδύσεων του άρ. 4 Ν 4514/2018. Ως επιχείρηση επενδύσεων ορίζεται κάθε νομικό πρόσωπο του οποίου η συνήθης επιχειρηματική δραστηριότητα είναι η παροχή μίας ή περισσότερων επενδυτικών υπηρεσιών σε τρίτους ή και η άσκηση μίας ή περισσότερων επενδυτικών δραστηριοτήτων σε επαγγελματική βάση. Ως επιχείρηση επενδύσεων νοείται και κάθε φυσικό πρόσωπο στο οποίο έχει χορηγηθεί σχετική άδεια από άλλο κράτος μέλος, σύμφωνα με την Οδηγία 2014/65/ΕΕ.

β. Εισφορά κεφαλαίου 400.000 ευρώ, τουλάχιστον, σε ΑΕ Επενδύσεων σε Ακίνητη Περιουσία (ΑΕΕΑΠ) που έχει ως σκοπό να επενδύει αποκλειστικά στην Ελλάδα για την απόκτηση μετοχών σε αύξηση του μετοχικού της κεφαλαίου. Κατά το αρχικό στάδιο και μέχρι την εισαγωγή της ΑΕΕ-ΑΠ στο χρηματιστήριο, η πραγματοποίηση της επένδυσης και η διακράτησή της πιστοποιείται με βεβαιώσεις που εκδίδονται από την εταιρεία. Μετά την εισαγωγή της ΑΕΕ-ΑΠ στο ελληνικό χρηματιστήριο, η πραγματοποίηση και η διακράτηση της επένδυσης πιστοποιείται με βεβαίωση, η οποία εκδίδεται από την διαμεσολαβήτρια επιχείρηση επενδύσεων του άρ. 4 Ν 4514/2018.

γ. Εισφορά κεφαλαίου, ποσού 400.000 ευρώ, τουλάχιστον, σε Οργανισμούς Εναλλακτικών Επενδύσεων και, συγκεκριμένα, σε Εταιρεία Κεφαλαίου Επιχειρηματικών Συμμετοχών (ΕΚΕΣ) του άρ. 5 Ν 2367/1995 για απόκτηση μετοχών ή σε Αμοιβαίο Κεφάλαιο Επιχειρηματικών Συμμετοχών (ΑΚΕΣ) του άρ. 7 Ν 2992/2002 για απόκτηση μεριδίων, εφόσον οι παραπάνω οργανισμοί έχουν ως σκοπό να επενδύουν αποκλειστικά σε επιχειρήσεις με έδρα ή και εγκατάσταση στην Ελλάδα. Στην τελευταία περίπτωση, ο επενδυτής υποχρεούται να δημιουργήσει σε πιστωτικό ίδρυμα, που αποτελεί τον θεματοφύλακα του ΟΕΕ, μοναδικό τραπεζικό λογαριασμό με αποκλειστική χρήση την κατάθεση κεφαλαίων που επιστρέφονται σε αυτόν από τον ΟΕΕ. Ο επενδυτής μπορεί να προβαίνει σε πράξεις εκταμίευσης από τον εν λόγω λογαριασμό, με την προϋπόθεση ότι το άθροισμα του παραμένοντος υπολοίπου του ισούται, τουλάχιστον, με το αρχικά επενδυθέν ποσό για το οποίο έχει χορηγηθεί η άδεια διαμονής. Πιο συγκεκριμένα, οι ΕΚΕΣ (Εταιρίες Κεφαλαίου Επιχειρηματικών Συμμετοχών) που λειτουργούν σύμφωνα με τις διατάξεις του Ν 2367/1995, όπως αυτός τροποποιήθηκε από το άρθρο 2 του Ν 4141/2013, έχουν αποκλειστικό σκοπό τη συμμετοχή στο κεφάλαιο επιχειρήσεων, οι οποίες εδρεύουν: (α) στην Ελλάδα ή σε άλλο κράτος-μέλος της Ευρωπαϊκής Ένωσης ή (β) σε τρίτη χώρα, εφόσον οι επιχειρήσεις δραστηριοποιούνται στην παραγωγή ή στην παροχή υπηρεσιών στην Ελλάδα. Η εταιρεία ιδρύεται σύμφωνα με τις διατάξεις του κ.ν. 2190/1920 και από το καταστατικό της πρέπει να προκύπτει ο αποκλειστικός της σκοπός, σύμφωνα με το Ν 4141/2013. Το ΑΚΕΣ (Αμοιβαίο Κεφάλαιο Επιχειρηματικών Συμμετοχών) κλειστού τύπου (Α.Κ.Ε.Σ.) είναι ομάδα περιουσίας που αποτελείται από κινητές αξίες ενσώματες ή άυλες, εταιρικά μερίδια και μετρητά. Διέπεται από τις διατάξεις του Ν 2992/2002 όπως αυτός τροποποιήθηκε από το άρθρο 1 του Ν 4141/2013 και έχει ως αποκλειστικό σκοπό τη συμμετοχή στο κεφάλαιο επιχειρήσεων οι οποίες εδρεύουν: (α) στην Ελλάδα ή σε άλλο κράτος-μέλος της Ευρωπαϊκής Ένωσης ή (β) σε τρίτη χώρα, εφόσον δραστηριοποιούνται στην παραγωγή ή στην παροχή υπηρεσιών στην Ελλάδα.Η διάρκεια του Α.Κ.Ε.Σ. δεν μπορεί να είναι μεγαλύτερη από είκοσι (20) χρόνια. Για την επένδυση με εισφορά κεφαλαίου σε ΕΚΕΣ, κατά το αρχικό στάδιο και μέχρι την εισαγωγή της ΕΚΕΣ στο ελληνικό χρηματιστήριο, η πραγματοποίηση και η διακράτηση της επένδυσης πιστοποιούνται με βεβαιώσεις που εκδίδονται από την εταιρεία. Μετά την εισαγωγή της ΕΚΕΣ στο χρηματιστήριο, η πραγματοποίηση και η διακράτηση της επένδυσης πιστοποιείται με βεβαίωση, η οποία εκδίδεται από την διαμεσολαβήτρια επιχείρηση επενδύσεων του άρ. 4 Ν 4514/2018. Για την επένδυση με εισφορά κεφαλαίου σε ΑΚΕΣ, η πραγματοποίηση και η διακράτηση της επένδυσης πιστοποιείται με βεβαιώσεις που εκδίδονται από τον διαχειριστή του ΟΕΕ για τη συμμετοχή του επενδυτή και το πιστωτικό ίδρυμα για τις κινήσεις των λογαριασμών.

δ. Αγορά ομολόγων του Ελληνικού Δημοσίου με αξία κτήσης 400.000 ευρώ, τουλάχιστον, και υπολειπόμενη διάρκεια κατά τον χρόνο αγοράς τρία τουλάχιστον έτη, μέσω πιστωτικού ιδρύματος εγκατεστημένου στην Ελλάδα, το οποίο αποτελεί και τον θεματοφύλακά της. Πρέπει να υπογραμμιστεί ότι αφορά στην αξία κτήσης των ομολόγων και όχι στην ονομαστική τους αξία. Η πραγματοποίηση και η διακράτηση της επένδυσης πιστοποιείται με βεβαιώσεις που εκδίδονται από το πιστωτικό ίδρυμα.

ε. Προθεσμιακή κατάθεση ύψους 400.000 ευρώ τουλάχιστον, σε ημεδαπό πιστωτικό ίδρυμα ετήσιας τουλάχιστον διάρκειας, με πάγια εντολή ανανέωσης. Η πραγματοποίηση και η διακράτηση της επένδυσης πιστοποιείται με βεβαιώσεις που εκδίδονται από το πιστωτικό ίδρυμα. Η περίπτωση αυτή, όπως γίνεται αντιληπτό, είναι ενδιαφέρουσα, γιατί, αφενός, ο υποψήφιος επενδυτής διατηρεί στο ακέραιο το κεφάλαιό του και, αφετέρου, έχει τη δυνατότητα να το αποσύρει με μια απλή δήλωση.

στ. Αγορά μετοχών, εταιρικών ομολόγων ή και ομολόγων του Ελληνικού Δημοσίου, τα οποία εισάγονται για διαπραγμάτευση ή διαπραγματεύονται σε ρυθμιζόμενες αγορές ή πολυμερείς μηχανισμούς διαπραγμάτευσης που λειτουργούν στην Ελλάδα, αξίας κτήσης 800.000 ευρώ, τουλάχιστον. Ο επενδυτής υποχρεούται να τηρεί σε πιστωτικό ίδρυμα στην Ελλάδα μοναδικό και αποκλειστικής χρήσης λογαριασμό για τις πράξεις πραγματοποίησης επένδυσης και των μετέπειτα συναλλαγών διαχείρισης του χαρτοφυλακίου του και να μην εκταμιεύει οποιοδήποτε ποσό από ρευστοποίηση των κινητών αξιών, παρά μόνο για την επανεπένδυσή του σε κινητές αξίες, ώστε το μέσο ετήσιο υπόλοιπο του ανωτέρω λογαριασμού να μην υπερβαίνει το 20% του ποσού της αρχικής επένδυσης. Η πραγματοποίηση και η διακράτηση της επένδυσης πιστοποιείται με βεβαίωση, η οποία εκδίδεται από την διαμεσολαβήτρια επιχείρηση επενδύσεων του άρ. 4 Ν 4514/2018, ή το πιστωτικό ίδρυμα, με έδρα ή υποκατάστημα στην Ελλάδα, που τηρεί τον λογαριασμό χειριστή για την κίνηση του χαρτοφυλακίου.

ζ. Αγορά μεριδίων αξίας κτήσης 400.000 ευρώ, τουλάχιστον, σε αμοιβαίο κεφάλαιο, το οποίο έχει συσταθεί στην Ελλάδα ή άλλη χώρα και έχει ως σκοπό να επενδύει αποκλειστικά σε μετοχές, εταιρικά ομόλογα, διαπραγματεύσιμα σε ρυθμιζόμενες αγορές ή πολυμερείς μηχανισμούς διαπραγμάτευσης, που λειτουργούν στην Ελλάδα, εφόσον: αα. Το ύψος του ενεργητικού του αμοιβαίου κεφαλαίου ανέρχεται στο ποσό των τριών εκατομμυρίων ευρώ, τουλάχιστον, ββ. Το αμοιβαίο κεφάλαιο και ο διαχειριστής του είναι αδειοδοτημένοι από την αρχή που εποπτεύει την κεφαλαιαγορά της χώρας στην οποία εδρεύει, η οποία για χώρες εκτός της Ε.Ε. απαιτείται να είναι μέλος της Διεθνούς Ένωσης Επιτρόπων Κεφαλαιαγοράς και να έχει συνάψει διμερή συμφωνία ανταλλαγής πληροφοριών με την Ελληνική Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς. Στην περίπτωση αυτή τηρείται σε πιστωτικό ίδρυμα, εγκατεστημένο στην Ελλάδα, μοναδικός και αποκλειστικής χρήσης λογαριασμός για την κίνηση των κεφαλαίων που αφορούν στην πραγματοποίηση των ε4παγεεωιενδύσεων και την είσπραξη των ποσών από την εκμετάλλευση ή ρευστοποίησή τους. Κατά τη μεταφορά των προς επένδυση ποσών στον ανωτέρω λογαριασμό, ο διαχειριστής του ΟΕΕ δηλώνει στο πιστωτικό ίδρυμα τα στοιχεία των μεριδιούχων και των μεριδίων που σχετίζονται με αυτά. Από τον λογαριασμό αυτόν δεν εκταμιεύεται οποιοδήποτε ποσό και ο διαχειριστής υποχρεούται να επενδύσει τα κεφάλαια σε κινητές αξίες, ώστε το μέσο ετήσιο υπόλοιπο του λογαριασμού να μην υπερβαίνει το 20% της ονομαστικής αξίας των μεριδίων του αμοιβαίου κεφαλαίου. Εκταμίευση του ποσού από τον λογαριασμό αυτόν επιτρέπεται αποκλειστικά και μόνο για πραγματοποίηση επένδυσης σύμφωνα με τον σκοπό του αμοιβαίου κεφαλαίου, κάλυψη εξόδων διαχείρισης και διανομή μερισμάτων στους μεριδιούχους ή εξόφληση μεριδίων, με την προϋπόθεση ότι για πολίτες τρίτης χώρας ο μεριδιούχος έχει προσκομίσει στον διαχειριστή έγγραφο της αρμόδιας υπηρεσίας για τη διακράτηση της επένδυσης, στο οποίο αυτή βεβαιώνει ότι έχει λάβει γνώση για την επικείμενη ρευστοποίηση της επένδυσης. Η πραγματοποίηση και η διακράτηση της επένδυσης από τους μεριδιούχους και το αμοιβαίο κεφάλαιο πιστοποιούνται με την ετήσια έκθεση του αμοιβαίου κεφαλαίου, καθώς και με βεβαιώσεις που εκδίδονται από τον διαχειριστή του αμοιβαίου κεφαλαίου για τη συμμετοχή το πολίτη τρίτης χώρας σε αυτό, από την επιχείρηση επενδύσεων του άρ. 4 Ν 4514/2018, ή το πιστωτικό ίδρυμα με έδρα ή υποκατάστημα στην Ελλάδα, που τηρεί λογαριασμό χειριστή για την κίνηση του χαρτοφυλακίου του αμοιβαίου κεφαλαίου και από το πιστωτικό ίδρυμα.

η. Αγορά μεριδίων ή μετοχών αξίας κτήσης 400.000 ευρώ τουλάχιστον σε ΟΕΕ, ο οποίος έχει συσταθεί στην Ελλάδα ή σε άλλο κράτος μέλος της Ε.Ε. και έχει ως σκοπό να επενδύει αποκλειστικά σε ακίνητη περιουσία στην Ελλάδα, εφόσον α) το ύψος του ενεργητικού του ΟΕΕ ανέρχεται στο ποσό των 3.000.000 ευρώ, τουλάχιστον και β) ο ΟΕΕ και ο διαχειριστής του είναι αδειοδοτημένοι από την αρχή που εποπτεύει την κεφαλαιαγορά της χώρας στην οποία εδρεύει. Με τη διάταξη αυτή, λοιπόν, εκτός από τους ΟΕΕ ΑΚΕΣ, ΕΚΕΣ (περιπτ. γ), και την ΑΕΕ-ΑΠ (περιπτ. β), που, όπως αναλύσαμε και πριν από λίγο, δίνεται η δυνατότητα εισφοράς κεφαλαίου αξίας 400.000 ευρώ, τουλάχιστον, είναι επιτρεπτή η αγορά μεριδίων ύψους 400.000 ευρώ στις υπόλοιπες ΟΕΕ, και συγκεκριμένα στις Ανώνυμες Εταιρείες Διαχείρισης Οργανισμών Εναλλακτικών Επενδύσεων και στις Ανώνυμες Εταιρείες Επενδύσεων Χαρτοφυλακίου. Για τους ΟΕΕ αυτούς τηρείται σε πιστωτικό ίδρυμα, εγκατεστημένο στην Ελλάδα, μοναδικός και αποκλειστικής χρήσης λογαριασμός για την κίνηση των κεφαλαίων που αφορούν στην πραγματοποίηση των επενδύσεων και την είσπραξη των ποσών από την εκμετάλλευση ή ρευστοποίησή τους. Κατά τη μεταφορά των προς επένδυση ποσών στον ανωτέρω λογαριασμό, ο διαχειριστής του ΟΕΕ δηλώνει στο πιστωτικό ίδρυμα τα στοιχεία των μεριδιούχων και των μεριδίων που σχετίζονται με αυτά. Από τον λογαριασμό αυτόν, δεν εκταμιεύεται οποιοδήποτε ποσό και ο διαχειριστής υποχρεούται να επενδύει τα κεφάλαια σε ακίνητη περιουσία στην Ελλάδα, ώστε το μέσο ετήσιο υπόλοιπο του λογαριασμού να μην υπερβαίνει το 20% της ονομαστικής αξίας των μεριδίων του ΟΕΕ. Εκταμίευση ποσού από τον λογαριασμό επιτρέπει αποκλειστικά και μόνο για πραγματοποίηση επένδυσης σύμφωνα με τον σκοπό του ΟΕΕ, κάλυψη εξόδων διαχείρισης και διανομή μερισμάτων στους μεριδιούχους ή εξόφληση μεριδίων, με την προϋπόθεση ότι για πολίτες τρίτης χώρας ο μεριδιούχος έχει προσκομίσει στον διαχειριστή έγγραφο της αρμόδιας υπηρεσίας για την επικείμενη ρευστοποίηση της επένδυσης. Η πραγματοποίηση και η διακράτηση της επένδυσης από τους μεριδιούχους και τον ΟΕΕ πιστοποιείται με έκθεση του διαχειριστή του, που συνοδεύεται από έκθεση ορκωτών λογιστών για τη δραστηριότητα του ΟΕΕ, καθώς και βεβαιώσεις που εκδίδονται από τον διαχειριστή του ΟΕΕ για τη συμμετοχή του πολίτη τρίτης χώρας σε αυτόν, και από το πιστωτικό ίδρυμα. Οι ανωτέρω επενδυτικές δραστηριότητες πραγματοποιούνται αποκλειστικά από ΝΠ, είτε ημεδαπής, είτε αλλοδαπής προέλευσης. Αν και ο νόμος δεν το απαιτεί ρητά, εισάγει, ωστόσο, έμμεσα την προϋπόθεση της επένδυσης μεγαλύτερου ποσού στην περίπτωση των ΝΠ αλλοδαπής προέλευσης, ώστε να ενεργοποιηθεί η δυνατότητα χορήγησης άδειας διαμονής σε μέχρι τρεις πολίτες τρίτων χωρών, οι οποίοι είναι μέτοχοι ή στελέχη αυτού. Έτσι, αντί της επένδυσης από ΝΠ ημεδαπής προέλευσης, π.χ., 400.000 ευρώ σε ετήσια προθεσμιακή κατάθεση σε ημεδαπή τράπεζα, με πάγια εντολή ανανέωσης, όπου θα χορηγηθεί μία μόνο άδεια διαμονής, ο νόμος απαιτεί την επένδυση 800.000 ευρώ από ΝΠ αλλοδαπής προέλευσης για τη χορήγηση μίας άδειας διαμονής, ή 1.600.000 ευρώ για τη χορήγηση δύο αδειών διαμονής, ή 2.400.000 ευρώ για τη χορήγηση τριών αδειών διαμονής.

Για να κάνει δηλαδή επιχείρηση ένας πολίτης τρίτης χώρας πρέπει η  χορηγηθείσα ή αιτηθείσα, άδεια διαμονής να επιτρέπει την άσκηση ανεξάρτητης οικονομικής/επιχειρηματικής ή επενδυτικής δραστηριότητας, σύμφωνα με την ισχύουσα κάθε φορά νομοθεσία.

 

Ανανέωση της GOLDEN VISA

Η άδεια διαμονής του επενδυτή του άρ. 20 Β Ν 4152/2014 και για επενδυτικές δραστηριότητες του άρ. 16 Ν 4152/2014 έχει μόνιμο χαρακτήρα και διαρκεί εφ’ όρου ζωής. Ωστόσο, πρέπει να ανανεώνεται ανά πενταετία, ώστε να είναι δυνατή η διενέργεια του ελέγχου από τις αρμόδιες υπηρεσίες ως προς την εξακολούθηση της συνδρομής των προϋποθέσεων χορήγησής της.

 

Ανάκληση της GOLDEN VISA

Η ανάκληση της άδειας διαμονής επενδυτή του άρ. 20 Β Ν 4251/2014 και για επενδυτικές δραστηριότητας του άρ. 16 Ν 4251/2014 γίνεται:

1.Λόγω της έκλειψης της προϋπόθεσης χορήγησής της.

2.Λόγω μη γνωστοποίησης των μεταβολών ή και μη υποβολής ετήσιας αναφοράς.

  1. Για λόγους δημοσίου συμφέροντος

[1] Βλ. ΝΣΚ Γνμ 22/2020 σελ.21

[2] Βλ. Ασπ. Αρχοντάκη, Σχολιασμός ΣτΕ 2036/2019, ΕΜΕΔ, Ν 1/2018, σελ. 50-56.