Σε μαζικούς ελέγχους των στοιχείων που έχουν αναγραφεί στο έντυπο Ε1 και ειδικά στους κωδικούς 049-050 προχωρούν οι υπηρεσίες της ΑΑΔΕ, προκειμένου να εντοπίσουν σκόπιμα «λάθη».
Κατόπιν, σε όσες φορολογικές δηλώσεις εντοπιστούν λάθη, θα σταλούν ειδοποιήσεις, για να προσέλθουν στην οικεία ΔΟΥ για να προσκομίσουν τυχόν δικαιολογητικά, να δώσουν εξηγήσεις και εάν χρειαστεί, να υποβάλουν διορθωτικές δηλώσεις και να τους επιβληθούν τα αναλογούντα πρόστιμα και προσαυξήσεις.
Κεντρικός στόχος των διασταυρώσεων είναι οι κωδικοί των οικογενειακών δαπανών 049 – 050, από τους οποίους εξαρτάται η εξασφάλιση του αφορολόγητου ορίου και η έκπτωση του φόρου, κατά 1.900 έως 2.100 ευρώ. Στους συγκεκριμένους κωδικούς αναγράφονται οι δαπάνες για τις αγορές καταναλωτικών αγαθών με αποδείξεις είτε ηλεκτρονικές είτε χάρτινες.
Στα ηλεκτρονικά έντυπα των φορολογικών δηλώσεων, οι σχετικοί κωδικοί ήταν προσυμπληρωμένοι από το taxisnet, για τις αγορές που πραγματοποιήθηκαν με πλαστικό χρήμα ήτοι με πιστωτικές, με χρεωστικές κάρτες ή μέσω web banking. Όμως, οι κωδικοί ήταν «ανοιχτοί» και μπορούσε ο υπόχρεος να αλλάξει τα ποσά που είχαν αποστείλει οι τράπεζες.
Αυτό γίνεται γιατί, στα ποσά που αποστέλλουν στο taxisnet οι τράπεζες, είναι το σύνολο των πληρωμών. Μεταξύ αυτών είναι και δαπάνες που δεν αναγνωρίζονται για το χτίσιμο του αφορολόγητου, όπως π.χ. οι πληρωμές φόρων ή των τελών κυκλοφορίας. Τα συγκεκριμένα ποσά ο φορολογούμενος πρέπει να τα αφαιρέσει και να αναγράψει μόνο τα ποσά που αναλογούν σε δαπάνες που δικαιολογούνται.
Σύμφωνα με τα στοιχεία της Ανεξάρτητης Αρχής Δημοσίων Εσόδων, το 2018 επιβλήθηκε πρόσθετος φόρος ύψους 35,6 εκατ. ευρώ, επειδή αρκετοί φορολογούμενοι, δεν συμπλήρωσαν τον απαιτούμενο αριθμό των αποδείξεων είτε ελέγχθηκε το ύψος των ηλεκτρονικών αγορών και βρέθηκε μικρότερο σε σχέση με εκείνο που είχε αναγραφεί.
Ειδικότερα, οι μισθωτοί πλήρωσαν περισσότερο φόρο εισοδήματος κατά 16,9 εκατ. ευρώ, ενώ οι συνταξιούχοι επιβαρύνθηκαν με πρόσθετο φόρο ύψους 9,5 εκατ. ευρώ.
Ακόμη, οι αγρότες πλήρωσαν επιπλέον 1,9 εκατ. ευρώ, 4,24 εκατ. ευρώ, πλήρωσαν οι εισοδηματίες επειδή δεν κάλυψαν το αφορολόγητο όριο με αποδείξεις. Επίσης στις τσιμπίδα έπεσαν και φορολογούμενοι με έσοδα από μισθωτές υπηρεσίες και από ελευθέρια επαγγέλματα, οι οποίοι πλήρωσαν επιπλέον φόρο ύψους 3,1 εκατ. ευρώ.
Στο πλαίσιο αυτό, στο στόχαστρο της ΑΑΔΕ μπαίνουν:
Σύμφωνα ειδικότερα με τα όσα προβλέπει η ισχύουσα φορολογική νομοθεσία, οι μισθωτοί, συνταξιούχοι και κατά κύριο επάγγελμα αγρότες για να εξασφαλίσουν στις φορολογικές δηλώσεις που υπέβαλαν το 2019 ετήσια έκπτωση φόρου εισοδήματος μέχρι τα επίπεδα των 1.900 – 2.100 ευρώ (ανάλογα με τον αριθμό των παιδιών τους), η οποία αντιστοιχεί σε αφορολόγητο όριο κλιμακούμενο από 8.636 έως 9.545 ευρώ, θα πρέπει να έχουν πραγματοποιήσει από την 1η-1-2018 έως και την 31η-12-2018 δαπάνες εξοφληθείσες με «πλαστικό» ή «ηλεκτρονικό χρήμα» συνολικού ύψους ίσου με ποσοστό:
Εάν δεν καλύπτεται το ελάχιστο απαιτούμενο ποσό βάσει των παραπάνω ποσοστών, τότε ο φόρος προσαυξάνεται κατά το ποσό που προκύπτει από τη θετική διαφορά μεταξύ του απαιτούμενου και του δηλωθέντος ποσού, πολλαπλασιαζόμενης με συντελεστή είκοσι δύο τοις εκατό (22%).
Παράδειγμα, εάν κάποιος έπρεπε να πραγματοποιήσει δαπάνες 5.000 ευρώ, αλλά με τον έλεγχο η εφορία τις προσδιόρισε σε 4.000 ευρώ, τότε θα του επιβληθεί φόρος ύψους 220 ευρώ (1.000€ Χ 22%).
Οι φορολογούμενοι που θα κληθούν να αποδείξουν το πραγματικό ύψος των δαπανών τους του έτους 2018, θα πρέπει να έχουν υπόψη τους ότι για την απόδειξη της εξόφλησης με ηλεκτρονικά μέσα πληρωμής των δαπανών απόκτησης αγαθών και λήψης υπηρεσιών, χωρίς να απαιτείται η συλλογή αποδείξεων, γίνεται δεκτό κάθε πρόσφορο μέσο όπως: