Η ΠΡΟΣΤΑΣΙΑ ΑΠΟ ΤΗΝ ΑΠΟΛΥΣΗ ΚΑΙ ΤΟ ΒΑΡΟΣ ΑΠΟΔΕΙΞΗΣ υπό το πρίσμα του νέου νόμου 5053/2023

Μαρία-Νεφέλη Μπαρτζώκα  Δικηγόρος  «Αργυριάδης & Συνεργάτες Δικηγορική Εταιρεία»   Ο εργασιακός βίος αποτελούσε ανέκαθεν τον πυρήνα τόσο της οικονομικής, όσο και της κοινωνικής υπόστασης του εργαζομένου, δεδομένου ότι του παρέχει πέρα από την εξασφάλιση των προς το ζην, και την ευκαιρία να αναπτύξει την προσωπικότητά του, εδραιώνοντας τη θέση του ως μέλους του παραγωγικού ιστού του οικονομικού και κοινωνικού συνόλου στο οποίο ανήκει. Λόγω, λοιπόν, του μείζονος σημασίας ρόλου που διαδραματίζει για τον εκάστοτε εργαζόμενο η θέση εργασίας που αυτός κατέχει, η τελευταία έχει αποτελέσει αντικείμενο προστασίας από το σύνολο σχεδόν των εννόμων τάξεων, οι οποίες κατοχυρώνουν την προστασία από την απόλυση μέσω της θέσπισης περιορισμών επί της ελευθερίας του εργοδότη να προβαίνει σε μονομερή λύση της σύμβασης εργασίας. Θα πρέπει, κατ’ αρχάς, να διευκρινιστεί πως η προστασία που απολαμβάνει ο εργαζόμενος έναντι μιας ενδεχόμενης απόλυσης διακρίνεται αφενός σε γενική προστασία από την εκ μέρους του εργοδότη καταγγελία της σύμβασης εξαρτημένης εργασίας, στο πεδίο της οποίας εμπίπτει το σύνολο των εργαζομένων και αφετέρου σε ειδική προστασία, η ανάγκη για την ύπαρξη της οποίας απαντάται σε συγκεκριμένες μόνο κατηγορίες εργαζομένων εξαιτίας λόγων που συντρέχουν στο πρόσωπο τους και δικαιολογούν τη θέσπιση ειδικότερων και αυστηρότερων περιορισμών επί του δικαιώματος καταγγελίας του εργοδότη. Χαρακτηριστικές περιπτώσεις εργαζομένων που εντάσσονται στην ειδική προστασία από την απόλυση αποτελούν τα συνδικαλιστικά στελέχη, οι εγκυμονούσες και οι τεκούσες, οι στρατευμένοι μισθωτοί, καθώς και τα άτομα με ειδικές ανάγκες. Περαιτέρω, όσον αφορά τη γενική προστασία από την απόλυση, οι περιορισμοί που τίθενται στην ελευθερία του εργοδότη να καταγγέλλει τη σύμβαση εργασίας ως ειδικότερη έκφραση της συμβατικής και επαγγελματικής ελευθερίας και οι οποίοι εξυπηρετούν την προστασία του συμφέροντος του εργαζομένου για συνεχή και σταθερή απασχόληση, διακρίνονται σε δύο επιμέρους κατηγορίες: τους τυπικούς περιορισμούς και τους ουσιαστικούς περιορισμούς. Οι πρώτοι περιλαμβάνουν μέτρα όπως την πρόβλεψη προθεσμιών προειδοποίησης του εργαζομένου και την καταβολή αποζημίωσης σε αυτόν σε περίπτωση απόλυσης και αποσκοπούν κυρίως στην άμβλυνση των δυσμενών για τον εργαζόμενο επιπτώσεων εξαιτίας της στέρησης της θέσης εργασίας συνεπεία της καταγγελίας της σύμβασης εργασίας εκ μέρους του εργοδότη, χωρίς βέβαια να θίγουν τη διακριτική εξουσία του εργοδότη για την απόλυση, αλλά μόνο να αποτρέπουν τυχόν επιπόλαιες και αυθαίρετες απολύσεις. Αντιθέτως, οι ουσιαστικοί περιορισμοί εξυπηρετούν το συμφέρον του εργαζομένου για διατήρηση της θέσης εργασίας μέσω της κάμψης της διακριτικής εξουσίας του εργοδότη για ενάσκηση του δικαιώματος καταγγελίας, δεδομένου ότι υποβάλουν την τελευταία σε έλεγχο και αξιολόγηση του λόγου στον οποίο βρίσκει έρεισμα. Εν όψει των ανωτέρω, καθίσταται σαφές πως μεταξύ των δύο αυτών κατηγοριών περιορισμών, περισσότερο πρόσφοροι για την εκπλήρωση του σκοπού της λυσιτελούς προστασίας της θέσης εργασίας φαίνεται να είναι οι ουσιαστικοί περιορισμοί, οι οποίοι για το λόγο αυτό αποτελούν και το θεμέλιο του δικαίου προστασίας του εργαζομένου από την καταγγελία της σύμβασης εργασίας. Οι εν λόγω περιορισμοί εμφανίζονται με τη μορφή προϋποθέσεων, οι οποίες είτε προκύπτουν από ειδικές νομοθετικές απαγορεύσεις, είτε έχουν διαμορφωθεί από τη νομολογία των δικαστηρίων, δυνάμει της γενικής ρήτρας της απαγόρευσης καταχρηστικής άσκησης δικαιώματος κατά το άρθρο 281 του Αστικού Κώδικα. Ειδικότερα, στην ελληνική νομοθεσία η καταγγελία της σύμβασης εργασίας δε συναρτάται με τη συνδρομή ορισμένων λόγων ως προϋποθέσεων του κύρους της, με αποτέλεσμα να μην υφίσταται υποχρέωση του εργοδότη περί αιτιολόγησης της απόλυσης. Ωστόσο, αυτό δε συνεπάγεται την απουσία ουσιαστικών περιορισμών της καταγγελίας της σύμβασης εργασίας στην ελληνική έννομη τάξη, διότι η νομολογία – αξιοποιώντας ως νομοθετικό έρεισμα τη διάταξη του άρθρου 281 του Αστικού Κώδικα – έχει διαμορφώσει ένα σύνολο ουσιαστικών περιορισμών, στο οποίο περαιτέρω προστίθενται και οι προβλεπόμενοι σε ειδικές νομοθετικές διατάξεις περιορισμοί, τυποποιώντας κατά κύριο λόγο ειδικότερες περιπτώσεις καταχρηστικής άσκησης δικαιώματος. Όσον αφορά, λοιπόν, το νομικό πλαίσιο της χώρας μας περί του δικαίου προστασίας του εργαζομένου από την καταγγελία της σύμβασης εργασίας ως ειδικότερου μέρους του ατομικού εργατικού δικαίου, αξίζει να σημειωθεί πως αυτό έχει πλέον κωδικοποιηθεί με το π.δ. 80/2022, το οποίο έχει προσφάτως τροποποιηθεί με το νόμο 5053/2023. Στο πλαίσιο αυτό, έχει διαμορφωθεί ο Κώδικάς Ατομικού Εργατικού Δικαίου, στο άρθρο 339 του οποίου τυποποιείται η προστασία του εργαζομένου από την απόλυση, κωδικοποιώντας τις σχετικές προβλέψεις του ν. 4808/2021 και ειδικότερα του άρθ. 66 του τελευταίου, όπου και ρυθμιζόταν πριν την εν λόγω κωδικοποίηση η σχετική προστασία του εργαζομένου. Θα πρέπει στο σημείο αυτό να διευκρινιστεί πως κατά το προϊσχύον νομοθετικό καθεστώς, ήτοι πριν το νόμο 4808/2021, η μη συνδρομή των ανωτέρω ουσιαστικών προϋποθέσεων είχε ως συνέπεια την ακυρότητα της απόλυσης και κατ’ επέκταση τη δυνατότητα του εργαζομένου να επιστρέψει στην εργασία του. Μετά τη θέση σε ισχύ, όμως, του νόμου 4808/2021 και συγκεκριμένα σύμφωνα με το άρθρο 66 παράγραφος 3 αυτού – που όπως προαναφέρθηκε έχει πλέον κωδικοποιηθεί ως άρθρο 339 του Κώδικα Ατομικού Εργατικού Δικαίου – εισήχθη διάκριση των απολύσεων και των εννόμων συνεπειών που αυτές επιφέρουν, καθώς άκυρες είναι πλέον μόνο οι απολύσεις εκείνες που παραβιάζουν απαγορευτική διάταξη νόμου, όπως η παράγραφος 1 του άρθρου 339 του Κώδικα Ατομικού Εργατικού Δικαίου. Αντιθέτως, για τις απολύσεις που προσκρούουν στο άρθρο 281 του Αστικού Κώδικα επιφυλάσσεται ως έννομη συνέπεια η δυνατότητα επιδίκασης από το δικαστήριο μιας πρόσθετης αποζημίωσης υπέρ του εργαζομένου ως αστικής ποινής για την παράνομη απόλυση, κατόπιν αιτήματος είτε του εργαζομένου είτε του εργοδότη (άρθ. 339 παρ. 3 Κώδικα Ατομικού Εργατικού Δικαίου). Με τον τρόπο αυτό, η προστασία της υπόστασης της θέσης εργασίας του εργαζομένου μετουσιώνεται σε προστασία αμιγώς αποζημιωτικού χαρακτήρα, όπως άλλωστε ισχύει και στην προαναφερθείσα περίπτωση όπου συντρέχει λόγος της παρ. 1 του άρθ. 339 του Κώδικα Ατομικού Εργατικού Δικαίου, όπου σύμφωνα με την παρ. 4 του ίδιου άρθρου, παρέχεται κατ’ αποκλειστικότητα στον εργαζόμενο – διαζευκτικά με την έννομη συνέπεια της ακυρότητας της απόλυσης – η δυνατότητα να επιλέξει την επιδίκαση της πρόσθετης αποζημίωσης της παρ. 3 του άρθρου 339 του Κώδικα Ατομικού Εργατικού Δικαίου. Επιπλέον, στο πλαίσιο της προστασίας του εργαζομένου από την καταγγελία της σύμβασης εργασίας του, εισήχθη με το άρθρο 66 παράγραφος 2 του ν. 4808/2021 και τυποποιείται πλέον στο άρθρο 339  παράγραφος 2 του Κώδικα Ατομικού Εργατικού Δικαίου ως κωδικοποιητικού του ως άνω άρθρου, η επίρριψη του βάρους απόδειξης του παράνομου χαρακτήρα της απόλυσης στον εργοδότη. Ειδικότερα, στην προαναφερθείσα διάταξη ορίζεται ότι: «Αν ο εργαζόμενος αποδείξει ενώπιον δικαστηρίου πραγματικά περιστατικά ικανά να στηρίξουν την πεποίθηση ότι η απόλυση έγινε για κάποιον από τους λόγους των παρ. 1 και 1α, εναπόκειται στον εργοδότη να αποδείξει ότι η απόλυση δεν έγινε για τον προβαλλόμενο λόγο». Η ρύθμιση αυτή αποτελεί παρέκκλιση από τον βασικό κανόνα περί κατανομής του βάρους απόδειξης κατά το άρθρο 338 παρ. 1 του Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας, το οποίο προβλέπει ότι κάθε διάδικος οφείλει να αποδείξει τις προϋποθέσεις του ευνοϊκού για τον ίδιο κανόνα δικαίου και άρα σύμφωνα με αυτό θα έπρεπε ο επικαλούμενος την παράνομη απόλυση εργαζόμενος να φέρει το βάρος απόδειξης των περιστατικών που στοιχειοθετούν τον παράνομο χαρακτήρα της απόλυσης. Η εφαρμογή εν προκειμένω του βασικού κανόνα κατανομής του βάρους απόδειξης, η οποία και ίσχυε πριν την θέση σε ισχύ του ν. 4808/2021 και την κατ’ αυτόν αντιστροφή του βάρους απόδειξης, οδηγούσε στο να πρέπει ο εργοδότης να αποδείξει ότι η καταγγελία της σύμβασης εργασίας έλαβε όντως χώρα, ενώ ο εργαζόμενος επωμιζόταν την απόδειξη των λόγων ακυρότητας της καταγγελίας, το κύρος της οποίας προσέβαλλε. Αυτό, άλλωστε, αποτυπωνόταν κατά το προϊσχύον νομοθετικό καθεστώς και στη νομολογία, με χαρακτηριστικό παράδειγμα την απόφαση 1259/1987 του Αρείου Πάγου, όπου επισημαίνεται ότι: «η καταγγελία της συμβάσεως εργασίας είναι αναιτιώδης δικαιοπραξία που έχει υπέρ αυτής το τεκμήριο νομιμότητος, το οποίον ανατρέπεται όταν ο ενδιαφερόμενος διάδικος ισχυρισθεί και αποδείξει ότι η καταγγελία είναι άκυρη για οποιονδήποτε λόγο, προβλεπόμενο από το νόμο». Ωστόσο, κατά το προϊσχύον νομοθετικό καθεστώς, όπως ανωτέρω περιγράφεται, ο εργαζόμενος αντιμετώπιζε σημαντικές δυσχέρειες στην απόδειξη του παρανόμου της καταγγελίας εξαιτίας της φύσης των προς απόδειξη περιστατικών, ήτοι αφενός των αξιόμεμπτων κινήτρων του εργοδότη, τα οποία υπάγονται στη σφαίρα του εσωτερικού κόσμου του τελευταίου και αφετέρου αρνητικών γεγονότων, δηλαδή της απουσίας αντικειμενικών λόγων που να δικαιολογούν επαρκώς την καταγγελία. Σε αυτές τις ήδη δυσμενείς για τον εργαζόμενο αποδεικτικές απαιτήσεις, προστίθεντο περαιτέρω και η απουσία πρόβλεψης περί υποχρέωσης του εργοδότη να ενημερώσει τον εργαζόμενο για το λόγο της απόλυσής του, αλλά και η μη δέσμευση του εργοδότη σχετικά με τον λόγο που τυχόν θα προβάλει κατά την απόλυση, αφού έχει τη δυνατότητα να προσθέσει και άλλους λόγους στη δίκη. Έτσι, ο εργαζόμενος κατέληγε να απωλέσει σε δικονομικό επίπεδο την προστασία που παρεχόταν σε αυτόν σε ουσιαστικό επίπεδο, αφού αυτή ματαιωνόταν λόγω της δυσμενούς δικονομικής θέσης στην οποία περιερχόταν ο εργαζόμενος. Εξάλλου, η συνταγματική επιταγή για την αποτελεσματική προστασία της θέσης εργασίας του εργαζομένου δε δύναται να καταλαμβάνει μόνο τις ουσιαστικού δικαίου ρυθμίσεις, αλλά θα πρέπει σαφώς να επεκτείνεται και στις δικονομικού δικαίου διατάξεις. Εν όψει, λοιπόν, όλων των ανωτέρω, η αντιστροφή του βάρους απόδειξης και η επίρριψή του στον εργοδότη κρίθηκε επιβεβλημένη, υπό την προϋπόθεση βέβαια της ύπαρξης ειδικής νομοθετικής πρόβλεψης περί της απόκλισης αυτής από τον βασικό κανόνα κατανομής του βάρους απόδειξης. Τον ρόλο αυτό επιτελεί πλέον στην ελληνική έννομη τάξη το άρθρο 339 του Κώδικα Ατομικού Εργατικού Δικαίου, το οποίο στην παράγραφο 2 ορίζει ότι: «Αν ο εργαζόμενος αποδείξει ενώπιον δικαστηρίου πραγματικά περιστατικά ικανά να στηρίξουν την πεποίθηση ότι η απόλυση έγινε για κάποιον από τους λόγους των παρ. 1 και 1α, εναπόκειται στον εργοδότη να αποδείξει ότι η απόλυση δεν έγινε για τον προβαλλόμενο λόγο». Εξάλλου, αντίστοιχη αντιστροφή του βάρους απόδειξης συναντάται και στις διατάξεις περί προστασίας του εργαζομένου έναντι των διακρίσεων λόγω φύλου κατά το άρθρο 24 του ν. 3896/2010 και πλέον άρθρο 53 του Κώδικα Ατομικού Εργατικού Δικαίου, καθώς και έναντι των διακρίσεων λόγω ενός εκ των προσωπικών γνωρισμάτων του ν. 4443/2016, κατά το άρθρο 9 του τελευταίου και πλέον άρθρο 23 του Κώδικα Ατομικού Εργατικού Δικαίου. Επομένως, με τη νέα αυτή ρύθμιση που προστίθεται στο πλέγμα της προστασίας του εργαζομένου έναντι της καταγγελίας της σύμβασής του, μεταβάλλονται οι δικονομικές ισορροπίες μεταξύ εργαζομένου και εργοδότη, καθώς ο πρώτος καλείται πλέον να ανταποκριθεί σε μειωμένο μέτρο απόδειξης του ισχυρισμού του, αρκούσης της πιθανολόγησης του λόγου ακυρότητας της απόλυσης, ενώ ο εργοδότης αναλαμβάνει το βάρος απόδειξης, καλούμενος να επικαλεσθεί και να αποδείξει με κύρια απόδειξη, με τον σχηματισμό δηλαδή στο δικαστήριο πλήρους δικανικής πεποίθησης, ότι η απόλυση δεν έλαβε χώρα για τον προβαλλόμενο από τον εργαζόμενο λόγο. Ωστόσο, παρά την απαίτηση της διάταξης για απόδειξη εκ μέρους του εργοδότη μόνο της μη θεμελίωσης της απόλυσης στον προβαλλόμενο λόγο, στην πράξη ο εργοδότης θα πρέπει να προβεί στην απόδειξη θετικών γεγονότων, ήτοι των λόγων εκείνων που δικαιολογούν την απόλυση ως πραγματικές αιτίες της και όχι να αρκεστεί στην απόδειξη αρνητικών γεγονότων, της μη συνδρομής δηλαδή του λόγου που επικαλείται ο εργαζόμενος. Επιπλέον, θα πρέπει να επισημανθεί ότι – όπως γινόταν δεκτό ήδη πριν από την υιοθέτηση της αντίστροφης του βάρους απόδειξης – για την κατάφαση του παράνομου χαρακτήρα της απόλυσης δεν απαιτείται ο προβαλλόμενος λόγος, ο οποίος και καθιστά την απόλυση παράνομη, να είναι ο μοναδικός λόγος απόλυσης, αλλά αντιθέτως αρκεί ο απαγορευμένος λόγος απόλυσης να βρίσκεται μεταξύ αυτών που οδήγησαν τον εργοδότη στην καταγγελία της σύμβασης εργασίας σε βαθμό που χωρίς τη συνδρομή της αιτίας αυτής, ο εργοδότης δεν θα λάμβανε τη σχετική απόφαση. Εν κατακλείδι, λαμβάνοντας υπόψη και τις πρόσφατες νομοθετικές εξελίξεις, καθίσταται εμφανής η στόχευση του Έλληνα νομοθέτη προς ένα πληρέστερο και περισσότερο ορθολογικό πλέγμα διατάξεων, μέσω του οποίου θα επιτυγχάνεται η λυσιτελέστερη προστασία του εργαζομένου έναντι της καταγγελίας της σύμβασης εργασίας. Προς την κατεύθυνση αυτή, η χορήγηση αποδεικτικών διευκολύνσεων στον εργαζόμενο συνιστά απαραίτητη προϋπόθεση για τη δυνατότητα απόλαυσης και σε δικονομικό επίπεδο της πολύπλευρης προστασίας που του επιφυλάσσουν οι διατάξεις του ουσιαστικού δικαίου, αλλά και διατάξεις υπερνομοθετικής ισχύος. Ωστόσο, δεν θα πρέπει να παραβλεφθεί πως όταν το υπό συζήτηση αντικείμενο προστασίας διατελεί έναν τόσο σημαντικό κοινωνικοοικονομικό σκοπό όπως αυτός της θέσης εργασίας και καταλήγει να επηρεάζει το σύνολο των πτυχών του ανθρώπινου βίου, τότε το παρεχόμενο πλαίσιο προστασίας απαιτεί μια νομοθετική επαγρύπνηση τέτοιου βαθμού, ώστε να μπορεί να εξελίσσεται και να βαίνει παράλληλα με τις διαρκείς μεταβολές που υφίσταται ο ίδιος ο θεσμός της εργασίας.