Ο συμψηφισμός αμοιβαίων ανταπαιτήσεων εργοδοτών και εργαζομένων και οι ειδικότερες εκφάνσεις αυτού

Γράφει η Ιερασία Μανίνη Δικηγόρος/ Συνεργάτης στην Αργυριάδης Δικηγορική Εταιρεία ΜΔΕ Εγκληματολογίας & Αντεγκληματικής Πολιτικής Ο συμψηφισμός αμοιβαίων ανταπαιτήσεων εργοδοτών και εργαζομένων και οι ειδικότερες εκφάνσεις αυτού. Μια από τις βασικές αρχές που ισχύουν στο εργατικό δίκαιο κατά την συσχέτιση νομίμων και καταβαλλομένων αποδοχών είναι η αρχή της εύνοιας υπέρ των μισθωτών. Σύμφωνα με τον ορισμό που δίνει το άρθρο 440 ΑΚ αναφορικά με τον συμψηφισμό, υπογραμμίζεται πως αυτός επιφέρει απόσβεση των αμοιβαίων απαιτήσεων που υπάρχουν στη σχέση μεταξύ δύο προσώπων, ενώ κατά το ίδιο άρθρο, προϋπόθεση για να επέλθει η απόσβεση είναι να πρόκειται για απαιτήσεις ομοειδείς κατά το αντικείμενο και ληξιπρόθεσμες. Επιπροσθέτως, κατά το άρθρο 441 ΑΚ, ο συμψηφισμός επέρχεται αν ο ένας τον επικαλεστεί με δήλωση προς τον άλλο και η πρόταση του συμψηφισμού επιφέρει απόσβεση των αμοιβαίων απαιτήσεων από τότε που συνυπήρξαν. Από τις προαναφερθείσες διατάξεις μπορούμε να συμπεράνουμε πως ο (μονομερής) συμψηφισμός αποτελεί εκτός από γνήσια ένσταση και άσκηση διαπλαστικού δικαιώματος, το οποίο δημιουργείται από την στιγμή που δύο αντίθετες, ομοειδείς και ληξιπρόθεσμες απαιτήσεις θα συνυπάρξουν. Με την πρόταση αυτή του ενός μέρους, επέρχεται απόσβεση των αμοιβαίων απαιτήσεων και μάλιστα ex tunc (=αναδρομικά), χωρίς να επιδρά το αν η εν λόγω πρόταση θα γίνει ή όχι αποδεκτή από το πρόσωπο που αποτελεί τον αποδέκτη της. Η πρόταση του συμψηφισμού μπορεί να λάβει χώρα είτε εξώδικα, είτε ενώπιον του δικαστηρίου με την μορφή ενστάσεως, με την οποία και μόνο ενεργεί (άρθρο 442 ΑΚ). Στο σημείο αυτό κρίνεται σκόπιμη η προσέγγιση βασικών ζητημάτων, τα οποία γεννούν απαιτήσεις που ενδέχεται να αποτελέσουν αντικείμενο συμψηφισμού: Σχετικά με το μείζον ζήτημα της νυχτερινής εργασίας, επισημαίνεται πως αυτή παρέχεται από τον εργαζόμενο κατά τις ώρες 22:00 έως 06:00. Οι εργαζόμενοι που απασχολούνται κατά το χρόνο αυτό δικαιούνται προσαύξηση 25% επί των εκάστοτε νόμιμων αποδοχών τους, ενώ ως νόμιμες αποδοχές επί των οποίων υπολογίζεται η ανωτέρω προσαύξηση, νοείται το ελάχιστο προβλεπόμενο νόμιμο ημερομίσθιο ή το 1/25 του νομίμου μισθού και όχι οι τυχόν μεγαλύτερες αποδοχές που μπορεί να λαμβάνει ένας εργαζόμενος σε συμφωνία με τον εργοδότη του. Επισημαίνεται πως η προσαύξηση οφείλεται είτε ο εργαζόμενος πραγματοποιήσει το σύνολο της εργασίας του κατά το χρονικό διάστημα από 22:00 έως 6:00, είτε μέρος αυτής, οπότε και η προσαύξηση θα υπολογιστεί μόνο επί των ωρών που αντιστοιχούν σε νυχτερινή εργασία. Στην καθόλου σπάνια περίπτωση που η νυχτερινή εργασία συμπέσει με Κυριακή ή αργία, αναφέρεται πως στον εργαζόμενο οφείλεται και η προσαύξηση 25% της νυχτερινής εργασίας, αλλά και η προσαύξηση 75% της Κυριακής ή αργίας, αθροιστικά, ενώ όσον αφορά τον τρόπο υπολογισμού σε πρώτο χρόνο υπολογίζονται ξεχωριστά οι δύο προσαυξήσεις και κατόπιν προστίθενται στις οφειλόμενες αποδοχές του εργαζομένου. Σε περίπτωση νυχτερινής υπερωριακής απασχόλησης, η προσαύξηση της υπερωρίας θα υπολογιστεί επί του καταβαλλόμενου ωρομισθίου, αφού όμως προηγουμένως το ωρομίσθιο αυτό προσαυξηθεί κατά 25% λόγω της απασχόλησης σε νυχτερινές ώρες. Στην περίπτωση που η νυχτερινή εργασία συμπέσει με Κυριακή ή αργίες και με υπερωριακή απασχόληση, τότε θα οφείλονται και οι ως άνω αναφερόμενες τρεις προσαυξήσεις. Κατά πάγια νομολογία των δικαστηρίων μας, επιτρέπεται ο συμψηφισμός της προσαύξησης για την νυχτερινή εργασία με το ποσό που καταβάλλεται πέραν των νομίμων αποδοχών, υπό την προϋπόθεση ότι υφίσταται ειδική συμφωνία εκ των προτέρων, μεταξύ εργοδότη και εργαζομένου. Πιο συγκεκριμένα επί του ζητήματος αυτού, οι προσαυξήσεις των αποδοχών των μισθωτών που εργάζονται κατά τις Κυριακές και τις νύκτες αυτές δεν συμψηφίζονται προς τυχόν καταβαλλόμενες αποδοχές, ανώτερες των ελαχίστων ορίων μισθών και ημερομισθίων. Απαγορεύεται μόνο ο υπό του εργοδότη (μονομερής) συμψηφισμός των καταβαλλομένων υπέρτερων αποδοχών προς οφειλόμενες προσαυξήσεις από εργασία τις Κυριακές και τις νύχτες, ενώ αντιθέτως δεν απαγορεύεται η συνομολόγηση μεταξύ μισθωτού και εργοδότη ειδικής συμφωνίας περί συμψηφισμού στις τυχόν καταβαλλόμενες υπέρτερες των νομίμων αποδοχές και κάθε τυχόν αξιώσεως από τις προσαυξήσεις αυτές . Σε συνάρτηση με τα ανωτέρω, όσον αφορά τυχόν συμψηφισμό με επιδόματα εορτών και κυριακάτικης εργασίας, υπογραμμίζεται πως η υπ’ αριθμ. 754/1987 απόφαση του Εφετείου Πειραιώς, αλλά και η υπ’ αριθμ. 2032/1989 απόφαση του Εφετείου Θεσσαλονίκης, έκριναν πως τα ποσά των δώρων εορτών Χριστουγέννων και Πάσχα νόμιμα μπορούν να συμψηφιστούν με ανώτερες των νομίμων, καταβαλλόμενες αποδοχές. Σύμφωνα με την αρκετά πιο πρόσφατη υπ’ αριθμ. 1352/2009 απόφαση του Αρείου Πάγου , τα ποσά των δώρων (επιδομάτων εορτών) Χριστουγέννων και Πάσχα μπορούν να συμψηφισθούν με τις ανώτερες των νομίμων καταβαλλόμενες αποδοχές μόνο κατόπιν συμφωνίας μεταξύ εργοδότου και μισθωτού, ενώ συγκεκριμένα υπογραμμίζεται πως «από τον συνδυασμό των διατάξεων των άρ. 1 παρ. 2 και 2 παρ. 2 της κατ’ εξουσιοδότηση του ν.28/1944 εκδοθείσης 25825/1951απόφασης των Υπουργών Οικονομικών και Εργασίας, με την οποία ερμηνεύθηκαν αυθεντικά οι 8900/1946 και 18310/1946 αποφάσεις των ιδίων υπουργών, άρ. 8 παρ. 4 ν.δ. 4020/1959 και παρ. 1 και 2 ν. 435/1976 προκύπτει, ότι απαγορεύεται ο από τον εργοδότη μονομερής συμψηφισμός (ορθότερον καταλογισμός) των καταβαλλομένων υπερτέρων των νομίμων αποδοχών προς τις οφειλόμενες προσαυξήσεις από εργασία που παρασχέθηκε κατά τις νύκτες, Κυριακές και εξαιρετέες ημέρες, είναι, όμως, καταρχήν επιτρεπτός και έγκυρος ύστερα από συμφωνία των μερών για αξιώσεις από τέτοιες προσαυξήσεις καθώς και για επιδόματα εορτών (Χριστουγέννων και Πάσχα) και αδείας, εφόσον όμως με την σχετική συμφωνία προσδιορίζεται το τμήμα των επιπλέον των νομίμων αποδοχών που αντιστοιχεί σε κάθε μία απ` αυτές τις αξιώσεις ». Για το έγκυρο του συμψηφισμού απαιτείται σε κάθε περίπτωση προγενέστερη συμφωνία μεταξύ των μερών κατά την κατάρτιση της ατομικής σύμβασης εργασίας ή κατά τη διάρκειά της. Επιπλέον, έγκυρη θεωρείται και η συμφωνία μεταξύ των μερών, για το συμψηφισμό στις καταβαλλόμενες αποδοχές εκείνων των ποσών που αντιστοιχούν σε πραγματοποίηση εργασίας κατά Κυριακές, αργίες ή νύκτες, ή ακόμη και για τη στέρηση της εβδομαδιαίας ανάπαυσης. Αναφορικά με το επίδομα ανθυγιεινής εργασίας που προβλέπεται από τις οικείες συλλογικές ρυθμίσεις, το Συμβούλιο της Επικρατείας με σειρά αποφάσεών του έχει δεχθεί ότι δεν είναι επιτρεπτός εν γένει ο συμψηφισμός του με γενικές αυξήσεις αποδοχών που συμφωνούνται με Συλλογικές Συμβάσεις Εργασίας ή δίδονται με Διαιτητικές Αποφάσεις, αφού η χορήγηση τέτοιου επιδόματος δεν αποβλέπει στην αύξηση των αποδοχών των εργαζομένων, αλλά στην ελαχιστοποίηση των δυσμενών συνθηκών εργασίας καθώς και στην προστασία του μεγίστου αγαθού, ήτοι της υγείας τους. Οι αποδοχές άδειας και το επίδομα άδειας δεν είναι δυνατόν να συμψηφισθούν, καθώς έχουν καθιερωθεί από τις αντίστοιχες διατάξεις του Α.Ν. 539/1945 και του Ν. 4504/1966 και αποσκοπούν να παράσχουν στον εργαζόμενο τη δυνατότητα απόλαυσης ενός χρονικού διαστήματος εκτός της εργασίας του, χωρίς να χάνεται το δικαίωμά του για τις αποδοχές του αντίστοιχου χρόνου που δεν θα εργάζεται προκειμένου να αναπαυθεί. Σχετικά με τις έννοιες της υπερεργασίας και της υπερωρίας, υπογραμμίζεται πως σύμφωνα με το ρυθμιστικό πεδίο του ν. 4808/2021, ως υπερεργασία νοείται η εργασία εκείνη που παρέχεται πέρα από το καθορισμένο συμβατικά εβδομαδιαίο ωράριο (40ωρο) και μέχρι να συμπληρωθεί το νόμιμο ωράριο εργασίας, δηλαδή οι 48 ώρες για την 6ήμερη απασχόληση ή οι 45 ώρες για την πενθήμερη απασχόληση. Για κάθε ώρα υπερεργασίας, ο εργαζόμενος δικαιούται το καταβαλλόμενο ωρομίσθιο προσαυξημένο κατά 20%. Για την υπερεργασία δεν απαιτείται άδεια από την Επιθεώρηση Εργασίας για την πραγματοποίησή της, αλλά μετά την αλλαγή της νομοθεσίας (άρθρο 36 Ν. 4488/2017) από 1.09.2018 κάθε εργοδότης υποχρεούται να αναγγέλλει και την υπερεργασία στο σύστημα ΕΡΓΑΝΗ το αργότερο πριν την πραγματοποίησή της. Δεν συνυπολογίζονται ως υπερεργασία οι τυχόν πραγματοποιηθείσες ώρες απασχόλησης κατά την 6η ημέρα της εβδομάδας (για την εταιρεία Σάββατο) ή κατά την Κυριακή. Επιπλέον, ως υπερωρία νοείται η απασχόληση του εργαζομένου που υπερβαίνει τα χρονικά όρια του νόμιμου ωραρίου εβδομαδιαίας και ημερήσιας εργασίας, ήτοι η απασχόληση πέραν των 48 εβδομαδιαίως και των 8 ωρών ημερησίως (για τους εργαζόμενους με το σύστημα της εξαήμερης απασχόλησης) και πέραν των 45 ωρών εβδομαδιαίως και των 9 ωρών ημερησίως (για τους εργαζόμενους με το σύστημα του πενθημέρου). Η υπέρβαση των 9 ωρών εργασίας ημερησίως λαμβάνεται πάντοτε υπόψη ως υπερωρία (είτε νόμιμη είτε παράνομη), διότι εν προκειμένω υφίσταται υπέρβαση του νόμιμου ημερήσιου ωραρίου, χωρίς να ενδιαφέρει αν έχουμε ταυτόχρονα και υπέρβαση του νόμιμου εβδομαδιαίου ωραρίου των 48 και των 45 ωρών αντιστοίχως. Υπογραμμίζεται πως, η υπερωρία απαγορεύεται και κάθε σχετική συμφωνία μεταξύ εργοδότη και εργαζομένου είναι άκυρη, αλλά ο ίδιος ο νόμος επιτρέπει την παροχή υπερωριακής απασχόλησης σε συγκεκριμένες περιπτώσεις και εφόσον τηρηθούν συγκεκριμένες προϋποθέσεις, ενώ για τα ποσά που αφορούν αποδοχές από πραγματοποίηση εργασίας υπερωριακής φύσεως, ο συμψηφισμός τους με καταβαλλόμενες αποδοχές δεν είναι επιτρεπτός, ούτε με ειδική συμφωνία των μερών και οι αξιώσεις από υπερωριακή απασχόληση δεν συμψηφίζονται με τις ανώτερες των νομίμων αποδοχές, ακόμα κι αν έχει γίνει συμφωνία για κάτι τέτοιο . Τυχόν δε υπάρχουσα τέτοια συμφωνία, είναι παράνομη και συνεπεία τούτου, άκυρη . Συμψηφισμός και απαγορεύσεις. Σε παλαιότερες ειδικότερα συλλογικές συμβάσεις εργασίας ή διαιτητικές αποφάσεις, με τις οποίες καθιερώθηκαν για πρώτη φορά νέα επιδόματα για τους εργαζομένους και προκειμένου να χορηγηθούν αυτά αθροιστικά με τις ήδη καταβαλλόμενες αποδοχές, αναφερόταν κατά τρόπο ρητό ότι αυτά δεν θα συμψηφίζονται με τυχόν καταβαλλόμενες ανώτερες αποδοχές με βάση την ατομική σύμβαση εργασίας. Ο όρος αυτός, αμφισβητήθηκε τόσο από την θεωρία , , , όσο και από τη νομολογία , , , ορθότερο όμως είναι να κριθεί πως μπορεί να εφαρμοστεί μόνο σε εκείνες τις συμβάσεις που έχουν ήδη καταρτισθεί κατά την θέσπιση της διάταξης και όχι σε μελλοντικές αυτής συμβάσεις, αφού αντίθετη ερμηνεία και εφαρμογή θα ερχόταν σε ευθεία αντίθεση με τον ν. 1876/1990 που ρυθμίζει τα ισχύοντα ζητήματα που άπτονται των συλλογικών συμβάσεων, όπως και στον προϊσχύσαντα ν. 3239/1955, βάσει του οποίου οι ευνοϊκότεροι όροι που έχουν συμφωνηθεί με ατομική σύμβαση να μετατρέπονται σε υποχρεωτικούς κανόνες Συλλογικών Συμβάσεων Εργασίας ή και Διαιτητικών Αποφάσεων. Επ’ αυτού του ζητήματος έχει κρίνει και ο Άρειος Πάγος με τις υπ’ αριθμ. 174/1975 και 670/1973 αποφάσεις του , που αφορούσαν σε αγωγές για χορήγηση επιδόματος ανθυγιεινής εργασίας σε μισθωτούς που ελάμβαναν ήδη με την ατομική τους σύμβαση υπέρτερες των νομίμων, αποδοχές. Επί των πιο πρόσφατων νομολογιακών δεδομένων, αναφορικά με το ζήτημα αυτό παρατίθεται αυτούσιο το επίμαχο χωρίο της υπ’ αριθμ. 1401/2011 απόφασης του Αρείου Πάγου, σύμφωνα με την οποία «από τον συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 2, 5 παρ. 1 του ΑΝ 539/1945, όπως ισχύει μετά τις τροποποιήσεις του από το άρθρο 1 του Ν. 1346/1983, άρθρ. 3 παρ. 16 του Ν. 4504/1966 και άρθρ. 3 παρ. 8 του άνω ΑΝ 539/1945, όπως η παράγραφος 8 προστέθηκε με το άρθρο 1 παρ. 3 του ΝΔ 4547/1966, συνάγεται ότι είναι ανεπίτρεπτος ο συμψηφισμός των αποδοχών και του επιδόματος αδείας προς τις υπέρτερες των νομίμων καταβαλλόμενες αποδοχές, ακόμη και αν υπάρχει σχετική συμφωνία μεταξύ εργοδότη και μισθωτού. Εξάλλου δε, από τις διατάξεις των άρθρων 648, 361 ΑΚ, σε συνδυασμό με το άρθρο 8 του Ν. 4321/1963, που αφορά τα δώρα εορτών Χριστουγέννων και Πάσχα των οικοδόμων, όπως αντικαταστάθηκε με το άρθρο 7 του Ν. 4469/1965, συνάγεται ότι, εξαιρέσει των οικοδόμων, για τους λοιπούς μισθωτούς τα δώρα εορτών μπορούν να καταβληθούν προκαταβολικά σε δόσεις, συνυπολογιζόμενα στις καταβαλλόμενες αποδοχές, ή να συμψηφισθούν στον καταβαλλόμενο επιπλέον του νόμιμου μισθό, εφόσον όμως υπάρχει ειδική περί τούτων συμφωνία. Κατά τις παραδοχές της προσβαλλόμενης αποφάσεως δεν αποδείχθηκε συμφωνία της ενάγουσας με την εναγομένη περί συμψηφισμού των, επιπλέον των νομίμων, αποδοχών που ελάμβανε (η ενάγουσα) με τα επιδόματα εορτών Χριστουγέννων και Πάσχα και επομένως δικαιούται η ενάγουσα τα ποσά που επιδικάσθηκαν σ` αυτήν με την εκκαλούμενη απόφαση για επιδόματα εορτών Χριστουγέννων και Πάσχα των ετών 2002 έως 2005, ενόψει του ότι για το ύψος των ποσών αυτών δεν υπάρχει ειδικός λόγος εφέσεως. Δέχθηκε ακόμη το Εφετείο, με την προσβαλλόμενη απόφασή του, ότι η ενάγουσα δικαιούται και το επίδομα αδείας για τα παραπάνω έτη 2002 έως 2005, που επιδικάσθηκε σ` αυτήν με την εκκαλούμενη απόφαση, καθόσον το επίδομα αδείας χορηγείται ανεξαρτήτως του ύψους των καταβαλλομένων αποδοχών, πάσα δε συμφωνία περί συμψηφισμού του επιδόματος αδείας με τις υπέρτερες των νομίμων καταβαλλόμενες αποδοχές είναι άκυρη». Ειδικά για το επίδομα γάμου (οικογενειακό επίδομα) ο κανόνας του συμψηφισμού θα ισχύσει παρά την απαγόρευση του συμψηφισμού που θέτει η Διαιτητική Απόφαση 10/76 (Εθνική Γενική Δ.Α.) με την οποία χορηγήθηκε σε όλους τους μισθωτούς το επίδομα αυτό, υπό τον όρο ότι δεν υπήγοντο σε άλλη Σ.Σ.Ε. ή Δ.Α. με την οποία τυχόν θα προβλεπόταν μεγαλύτερο ή ίδιο επίδομα σε ποσοστό ή ποσό . Συμψηφισμός και μισθός εργαζομένου. Ο εργοδότης δεν μπορεί να συμψηφίσει οφειλόμενο μισθό με απαίτησή του κατά του εργαζόμενου, εφόσον και σε όποια έκταση ο μισθός αυτός είναι απολύτως αναγκαίος για τη διατροφή του ίδιου και της οικογένειάς του και επιπλέον ο εργαζόμενος δεν έχει άλλα εισοδήματα, από άλλες πηγές, αρκετά για τον σκοπό αυτόν. Με σχετικά πρόσφατη νομολογία, κρίθηκε πως το όριο του μισθού που δεν είναι επιτρεπτό να συμψηφιστεί κρίνεται βάσει των ιδιαίτερων συνθηκών ζωής του εκάστοτε εργαζομένου . Επιπροσθέτως, σύμφωνα με το άρθρο 150 του ΠΔ 80/2022 (Κώδικας Ατομικού Εργατικού Δικαίου) με τίτλο «Απαγόρευση συμψηφισμού και κατάσχεσης μισθού» ορίζεται πως «ο εργοδότης δεν μπορεί να συμψηφίσει οφειλόμενο μισθό με απαίτησή του κατά του εργαζομένου, εφόσον ο μισθός αυτός είναι απολύτως αναγκαίος για τη διατροφή του εργαζομένου και της οικογένειάς του. Η απαγόρευση αυτή δεν ισχύει για τον συμψηφισμό με απαίτηση που έχει ο εργοδότης λόγω ζημίας που του προξένησε ο εργαζόμενος με δόλο κατά την εκτέλεση της σύμβασης εργασίας. Ο μισθός, εφόσον δεν υπόκειται σε συμψηφισμό, είναι και ακατάσχετος». Βάσει τον όσων ήδη εκτέθηκαν, μπορούμε να συμπεράνουμε πως ο κανόνας του μη συμψηφισμού του άρθρου 664 Α.Κ. δεν μπορεί να εφαρμοσθεί, κατά ρητή πρόβλεψη του εν λόγω άρθρου, στην περίπτωση που το λάθος και η εξ αυτού ζημιά του εργοδότη προήλθε από δόλια ενέργεια του εργαζομένου κατά την εκτέλεση της εργασίας του. Στην περίπτωση αυτή του δευτέρου εδαφίου του άρθρου 664 Α.Κ., όπως και σε κάθε άλλη περίπτωση απώλειας μεγάλων χρηματικών ποσών ή σε περίπτωση βλάβης των συμφερόντων του εργοδότη με οποιοδήποτε τρόπο, ο εργοδότης δικαιούται να παρακρατήσει τον μισθό του εργαζομένου, αφού όμως αποδειχθεί προηγουμένως ενώπιον των ποινικών δικαστηρίων, ο δόλος του εργαζομένου κατά την άσκηση των καθηκόντων του, συνεπεία του οποίου ο εργοδότης υπέστη ζημία. Δικαίωμα της εν προκειμένω επιλογής έχει και ο μισθωτός και ο εργοδότης και οι τυχόν διαφωνίες τους, εν όψει των πραγματικών κάθε φορά περιστατικών, θα αξιολογηθούν από τα αρμόδια δικαστήρια. Άλλωστε, από τη νομολογία γίνεται παγίως δεκτό ότι η απαγόρευση του συμψηφισμού και επομένως η παρακράτηση της απαίτησης του εργοδότη μπορεί να γίνει επί παροχών του εργαζομένου που δεν έχουν μισθολογικό χαρακτήρα, όπως είναι επί παραδείγματι η αποζημίωση αδικαιολογήτου πλουτισμού , η αποζημίωση λόγω απόλυσης , αλλά και η αποζημίωση για την μη χορηγηθείσα άδεια .