Εργατικό ατύχημα: η έννοια, τα βασικά χαρακτηριστικά και οι υποχρεώσεις του εργοδότη ως προς την κρίσιμη έννοια του Εργατικού Δικαίου

Της Ελευθερίας Γλάβα
Δικηγόρος – Συνεργάτης στην Αργυριάδης Δικηγορική Εταιρεία
ΜΔΕ Αστικού , Δικονομικού και Εργατικού Δικαίου
Μία από τις συχνά ανακύπτουσες έννοιες στον χώρο του εργατικού δικαίου, είναι εκείνη του εργατικού ατυχήματος. Σύμφωνα με το ν. 551/1915 «Περί ευθύνης προς αποζηµίωσιν των εξ ατυχήματος εν τη εργασία παθόντων εργατών ή υπαλλήλων», εργατικό ατύχημα θεωρείται ένα βίαιο συμβάν, το οποίο πλήττει τον συνδεόμενο με τον εργοδότη του με σχέση εξαρτημένης εργασίας μισθωτό (εργάτη ή υπάλληλο), κατά την εκτέλεση της εργασίας του ή εξ αφορμής αυτής και έχει ως συνέπεια την ανικανότητά του προς εργασία για χρονικό διάστημα μεγαλύτερο των τεσσάρων ημερών ή ακόμη και το θάνατό του, εφ’ όσον, όμως, το συμβάν αυτό δεν προκλήθηκε με πρόθεση από τον ίδιο τον παθόντα. Το κρίσιμο δε περιστατικό θα πρέπει να τελεί σε αιτιώδη σύνδεσμο, ήτοι να βρίσκεται σε σχέση αιτίου με αιτιατό, με την εργασία, κατά τη διάρκεια της οποίας λαμβάνει χώρα. Προκύπτει, λοιπόν, πως για τη θεμελίωση του εργατικού ατυχήματος, ή αλλιώς επαγγελματικής ασθένειας, μία εκ των βασικών προϋποθέσεων, που θα πρέπει να συντρέχει, αποτελώντας μάλιστα τον πυρήνα της όλης έννοιας, είναι αυτή της συνδρομής ενός βίαιου συμβάντος, ήτοι ενός γεγονότος, που επενεργεί αιφνίδια και βιαίως, επί του εργαζομένου, με αίτιο ξένο προς τον οργανισμό του. Περαιτέρω, προκειμένου το βίαιο αυτό συμβάν να εκληφθεί ως εργατικό ατύχημα σε βάρος του εργαζομένου, θα πρέπει να έχει επέλθει κατά τη διάρκεια της εργασίας του, δηλαδή στο συμφωνημένο τόπο εργασίας και κατά το χρόνο της απασχόλησής του, ή εξ αφορμής αυτής, όπως για παράδειγμα πριν ή μετά την εκτέλεση της εργασίας, αλλά από αιτία, που να συνδέεται άμεσα με την παροχή αυτής, με χαρακτηριστικό παράδειγμα την επέλευση ατυχήματος κατά τη μετάβαση του εργαζόμενου από και προς τον τόπο της εργασίας του. Θα πρέπει, δηλαδή, το αίτιο, στο οποίο οφείλεται το εργατικό ατύχημα, να μην ανάγεται αποκλειστικά στην οργανική ή παθολογική προδιάθεση του παθόντος και το οποίο συνεπώς δεν θα συνέβαινε χωρίς την εργασία και τις περιστάσεις εκτέλεσής της. Σε κάθε περίπτωση, δεδομένου ότι το εργατικό ατύχημα προσιδιάζει στην περίπτωση της αδικοπραξίας του κοινού αστικού δικαίου (κατ’ άρθρ. 914 ΑΚ), προκειμένου να μπορούσε να θεμελιωθεί ευθύνη του εργοδότη προς αποκατάσταση της ζημίας και αποζημίωσης, του εκάστοτε ζημιωθέντος εργαζόμενου, θα έπρεπε να συντρέχει υπαιτιότητα του πρώτου ή των προστηθέντων από εκείνον προσώπων (κατ’ άρθρ. 922 ΑΚ). Έτσι, όμως, ο εργαζόμενος θα ερχόταν αντιμέτωπος με την ιδιαιτέρως δύσκολη για εκείνον συνθήκη (αναλογιζόμενης και της κατάστασης της υγείας του, η οποία προφανώς θα είναι επιβαρυμένη), όχι μόνο να επικαλεστεί, αλλά και να αποδείξει την υπαιτιότητα του ως ανωτέρω ευθυνόμενου προσώπου. Στο πλαίσιο, λοιπόν, διευκόλυνσης του, ούτως ή άλλως, προστατευόμενου από τις διατάξεις του εργατικού δικαίου, προσώπου του εργαζόμενου, ο νομοθέτης προέβη μέσω των ειδικών νόμων ν. 551/1915 και β.δ. 24.07/25.08.1920, στην «αντικειμενικοποίηση» της ευθύνης αυτής του εργοδότη, θεσπίζοντας την αποζημιωτική αξίωση του εργαζομένου κατά του εργοδότη του, ανεξαρτήτως της συνδρομής πταίσματος, δόλου ή αμέλειας, στο πρόσωπο του τελευταίου. Ωστόσο, δυνάμει και πάλι της ειδικής πρόβλεψης του ν. 551/1915, στη διάταξη του άρθρ. 16§4 εκείνου, η οφειλόμενη προς τον παθόντα εργαζόμενο αποζημίωση, δεν αποκλείεται να μειωθεί, όχι πάντως κάτω από το μισό της, σε περίπτωση που ο υπόχρεος σε καταβολή της αποζημίωσης μπορέσει να αποδείξει ότι το εργατικό ατύχημα προήλθε εξ αμελείας, που επέδειξε ο ίδιος ο εργαζόμενος – παθών, όπως εάν εκείνος παραβίασε αδικαιολόγητα διατάξεις νόμων ή κανονισμών εργασίας αναφορικά με τους όρους ασφαλούς εργασίας, ως προς τους οποίους ο εργοδότης είχε μεριμνήσει και επιστήσει την προσοχή του εργαζόμενου. Σε περίπτωση πάντως, που ο παθών από εργατικό ατύχημα υπάγεται στην ασφάλιση του τ. Ι.Κ.Α και ήδη e-Ε.Φ.Κ.Α., δηλαδή έπαθε το ατύχημα στον τόπο εργασίας του, που βρίσκεται μέσα σε ασφαλιστική περιοχή του ανωτέρω ασφαλιστικού φορέα, οπότε ο παθών θεωρείται αυτοδικαίως ασφαλισμένος σε αυτό (ήδη η ασφάλιση του ΙΚΑ είχε επεκταθεί σε ολόκληρη τη χώρα σύμφωνα με το άρθρ. 3 του ν. 1305/1982), ο εργοδότης, όπως ασφαλώς συνάγεται από τις διατάξεις των άρθρ. 34§2 και 60§3 του α.ν. 1846/1951 «περί Κοινωνικών Ασφαλίσεων», σε συνδυασμό και με τις διατάξεις των άρθρ. 16§1 και 3 του ν. 551/1915, απαλλάσσεται από κάθε υποχρέωση αποζημίωσης του παθόντος, είτε αυτή είναι η κατά το κοινό δίκαιο αποζημίωση, είτε πρόκειται για την ειδική αποζημίωση του ν. 551/1915 και μόνον αν το ατύχημα οφείλεται σε δόλο του εργοδότη ή των προστηθέντων από αυτόν προσώπων υποχρεούται αυτός να καταβάλει στον παθόντα την από το άρθρο 34§2 του α.ν. 1846/1951 προβλεπόμενη διαφορά μεταξύ της οφειλόμενης κατά το κοινό δίκαιο αποζημίωσης και του ολικού ποσού των χορηγούμενων σε αυτόν από τον φορέα ασφάλισης παροχών ή πάντως ό,τι ο e-ΕΦΚΑ υποχρεώθηκε να καταβάλει στον εργαζόμενο, που υπέστη το ατύχημα ή σε περίπτωση θανάτου του, στους προσδιοριζόμενους στο άρθρ. 6 του ν. 551/1915 συγγενείς του. Η ως άνω δε απαλλαγή αφορά όχι μόνο την περίπτωση, που το ατύχημα προκλήθηκε από ενέργεια ή παράλειψη του εργοδότη ή του παθόντος, αλλά και όταν αυτό προκλήθηκε από ενέργεια ή παράλειψη των προσώπων, που προστήθηκαν από τον εργοδότη, τα οποία επίσης καλύπτονται από την απαλλαγή, ενώ καλύπτεται και η περίπτωση της ειδικής αμέλειας, που αφορά στην επέλευση του ατυχήματος λόγω παράβασης ειδικών διατάξεων ισχυόντων νόμων, διαταγμάτων ή κανονισμών σχετικά με τους όρους ασφάλειας των εργαζόμενων. Σημειωτέον δε ότι η απαλλαγή του εργοδότη από την ευθύνη προς αποζημίωση για περιουσιακή ζημία από εργατικό ατύχημα χωρεί, έστω και εάν δεν έχει γίνει η καταβολή των οφειλόμενων εισφορών στο τ. ΙΚΑ – ΕΤΑΜ (νυν e-ΕΦΚΑ), καθώς και ανεξαρτήτως από το χρόνο ασφάλισης του εργαζομένου στον ασφαλιστικό αυτό φορέα, διότι ο νόμος απαιτεί απλώς ο εργαζόμενος, που υπέστη το ατύχημα να είναι ασφαλισμένος στο τ. ΙΚΑ – ΕΤΑΜ (ήδη e-ΕΦΚΑ), χωρίς να αξιώνει και την προηγούμενη εγγραφή του στα μητρώα ασφαλισμένων του ασφαλιστικού φορέα, είναι δε αδιάφορο αν έχουν καταβληθεί εισφορές ή εάν οφείλονται και από ποιον, ενώ αρκεί και ότι ο παθών δικαιούται να αξιώσει ασφαλιστικές εισφορές από το τ. ΙΚΑ – ΕΤΑΜ (ήδη e-ΕΦΚΑ), χωρίς να απαιτείται να έχει λάβει πράγματι αυτές. Εν όψει όλων των ανωτέρω, ο εργαζόμενος, που είναι ασφαλισμένος στο τ.Ι.Κ.Α. – και ήδη e-Ε.Φ.Κ.Α. – και υπέστη εργατικό ατύχημα, δικαιούται στις παραπάνω (εκτός δόλου) περιπτώσεις μόνο τις παροχές, που χορηγούνται από το ταμείο αυτό, όπως, άλλωστε, παγίως γίνεται δεκτό στη νομολογία των ελληνικών δικαστηρίων. Ο εργοδότης, δηλαδή, απαλλάσσεται από την υποχρέωση αποζημίωσης και ο εργαζόμενος δεν νομιμοποιείται να την αξιώσει από αυτόν, λόγω του περιουσιακού χαρακτήρα της, η οποία και έχει σκοπό την αποκατάσταση της περιουσιακής ακριβώς ζημίας του παθόντος. Παγίως, δηλαδή, πλέον η δικαστηριακή νομολογία δέχεται, σύμφωνα άλλωστε και με ρητή διάταξη του νόμου, ότι σε περίπτωση εργατικού ατυχήματος, οποιεσδήποτε και αν είναι οι συνέπειες, εφ’ όσον ο παθών εργαζόμενος υπάγεται στην ασφάλιση του τ.Ι.Κ.Α. και ήδη e-Ε.Φ.Κ.Α. και ως εκ τούτου δικαιούται να λάβει ασφαλιστικές παροχές από το ταμείο αυτό, ο εργοδότης του απαλλάσσεται από τις υποχρεώσεις, που προβλέπονται από το ν. 551/1915 και τον Αστικό Κώδικα, για την καταβολή εξόδων νοσηλείας, αποζημίωσης κλπ. προς αποκατάσταση της περιουσιακής ζημίας, που υπέστη ο μισθωτός από το ατύχημα, άσχετα με το μέγεθος των παροχών της ασφάλισης (άρθρ. 60§3 α.ν. 1846/1951). Ωστόσο, ο παθών από εργατικό ατύχημα, που οφείλεται σε πταίσμα, επομένως και σε οποιασδήποτε μορφής αμέλεια του εργοδότη ή των προσώπων, που αυτός έχει προστήσει στην υπηρεσία του, έχει το δικαίωμα να απαιτήσει, σύμφωνα με τις συνδυασμένες διατάξεις των άρθρων 299, 914, 922, 926 και 932 ΑΚ, να του καταβάλει ο εργοδότης χρηματική ικανοποίηση προς αποκατάσταση της ηθικής βλάβης, που του προκάλεσε το ατύχημα, γιατί η πιο πάνω απαλλαγή των υπαιτίων από κάθε υποχρέωσή τους για αποζημίωση, ήτοι για αξίωση εντελώς περιουσιακού χαρακτήρα, δεν καλύπτει και την περιλαμβανόμενη σε αυτήν ως άνω αξίωση για χρηματική ικανοποίηση της προκληθείσας ηθικής βλάβης, αφού καμιά παροχή χορηγούμενη από το τ.Ι.Κ.Α. και ήδη e-Ε.Φ.Κ.Α. δεν μπορεί να δικαιολογήσει τον αποκλεισμό της εν λόγω διαφορετικής, μη περιουσιακής φύσεως αξίωσης. Ως πταίσμα, δε, νοείται, όπως προαναφέρθηκε, και η ειδική αμέλεια, που συνίσταται στη μη τήρηση των διατάξεων των ισχυόντων νόμων, διαταγμάτων ή κανονισμών περί των όρων ασφαλείας ως προς τη λειτουργία της εκάστοτε επιχείρησης. Τέλος, όσον αφορά στις λοιπές, πέραν της καταβολής αποζημίωσης για την αποκατάσταση της προκληθείσας εκ του εργατικού ατυχήματος ζημίας, υποχρεώσεις του εργοδότη, πληθώρα εξ αυτών των εργοδοτικών υποχρεώσεων έναντι των δημόσιων αρχών που συνδέονται με το επελθόν περιστατικό έχει κατοχυρωθεί νομοθετικά. Πιο αναλυτικά, ο εργοδότης, ή κάποιος αντιπρόσωπός του, σύμφωνα με το άρθρ. 43§2 του ν. 3850/2010, κατ’ αρχάς οφείλει να αναγγείλλει στις αρμόδιες Επιθεωρήσεις Εργασίας, στις πλησιέστερες αστυνομικές αρχές και στις αρμόδιες υπηρεσίες του ασφαλιστικού οργανισμού, στον οποίο υπάγεται ο εργαζόμενος, εντός 24 ωρών, όλα τα εργατικά ατυχήματα, που έλαβαν χώρα και εφ’ όσον πρόκειται περί σοβαρού τραυματισμού ή θανάτου, να τηρεί αμετάβλητα όλα τα στοιχεία, που δύνανται να χρησιμεύσουν για εξακρίβωση των αιτίων του ατυχήματος. Επιπλέον, ο εργοδότης έχει την υποχρέωση να τηρεί ειδικό βιβλίο ατυχημάτων, στο οποίο να αναγράφονται τα αίτια και η περιγραφή του ατυχήματος, θέτοντας, μάλιστα, το  βιβλίο αυτό στη διάθεση των αρμόδιων αρχών προς διευκόλυνση του έργου τους. Τα μέτρα δε, που λαμβάνονται για την αποτροπή επανάληψης παρόμοιων συμβάντων, καταχωρούνται στο ειδικό βιβλίο των άρθρ. 14 και 17 του ίδιου ως άνω ν. 3850/2010. Καταληκτικά, ο εργοδότης έχει ακόμη την υποχρέωση να τηρεί κατάλογο των εργατικών εκείνων ατυχημάτων, που είχαν ως συνέπεια για τον εργαζόμενο ανικανότητα εργασίας μεγαλύτερη των τριών εργάσιμων ημερών. Η σπουδαιότητα, που διακρίνει, την επέλευση ενός εργατικού ατυχήματος γενικότερα και τις υποχρεώσεις με τις οποίες επιβαρύνεται ο εργοδότης στο πλαίσιο αυτού ειδικότερα, επιβεβαιώνεται ακόμη και από τις κυρώσεις, που προβλέπονται σε βάρος του τελευταίου σε περίπτωση μη συμμόρφωσής του με τις προαναφερθείσες υποχρεώσεις του. Συγκεκριμένα, κατά τη ρητή διατύπωση του άρθρ. 72 του ν. 3850/2010, εάν ένας εργοδότης παραβιάσει εκ προθέσεως τις διατάξεις της νομοθεσίας για την υγεία και την ασφάλεια των εργαζόμενων και των κανονιστικών πράξεων, που εκδίδονται με εξουσιοδότηση εκείνης, τιμωρείται με φυλάκιση τουλάχιστον έξι μηνών ή με χρηματική ποινή τουλάχιστον εννιακοσίων ευρώ (900,00€) ή και με τις δύο αυτές ποινές, ενώ σε περίπτωση παράβασης των διατάξεων αυτών από αμέλεια οι παραβάσεις τιμωρούνται με φυλάκιση ή με χρηματική ποινή τουλάχιστον διακοσίων ενενήντα τριών ευρώ (293,00€) ή και με τις δύο αυτές ποινές. Περαιτέρω, εάν ένας εργοδότης δεν τηρήσει τις ανωτέρω υποχρεώσεις, σχετικά με την υγεία και την ασφάλεια των εργαζομένων, εκτός από τις ποινικές, κινδυνεύει να υποστεί και διοικητικές κυρώσεις, κατά το άρθρ. 71 του ν. 3850/2010, με αιτιολογημένη πράξη του αρμόδιου Προϊσταμένου Κέντρου Πρόληψης Επαγγελματικού Κινδύνου ή του ελέγξαντος Ειδικού Επιθεωρητή Εργασίας και ύστερα από προηγούμενη πρόσκληση προς τον εργοδότη για παροχή εξηγήσεων, και συγκεκριμένα κινδυνεύει είτε με την επιβολή προστίμου από πεντακόσια ευρώ (500,00€) έως πενήντα χιλιάδες ευρώ (50.000,00€) για κάθε παράβαση, είτε με προσωρινή διακοπή της λειτουργίας συγκεκριμένης παραγωγικής διαδικασίας ή τμήματος ή τμημάτων ή του συνόλου της επιχείρησης ή εκμετάλλευσης, που διαθέτει, για χρονικό διάστημα μέχρι έξι ημερών ή ακόμη και μεγαλύτερο, κατόπιν απόφασης του Υπουργού Εργασίας, ο οποίος ύστερα από αιτιολογημένη εισήγηση του αρμόδιου επιθεωρητή εργασίας, μπορεί να επιβάλει ακόμη και οριστική διακοπή επί των ανωτέρω. Εξ όλων των ανωτέρω, θα πρέπει ήδη να έχει καταστεί σαφής η υπέρμετρη σημασία, που διέπει την έννοια του εργατικού ατυχήματος στο χώρο του εργατικού δικαίου· δικαιολογημένα, άλλωστε, καθώς παρά τις διαρκείς εξελίξεις, την ανάπτυξη των επιχειρήσεων και κατ’ επέκταση τη δυνατότητα των εργοδοτών να ανταποκρίνονται πλήρως στις υψίστης σημασίας υποχρεώσεις τους περί εξασφάλισης ενός ασφαλούς εργασιακού περιβάλλοντος για τους εργαζόμενους, εντούτοις, δυστυχώς, δεν είναι σπάνια τα περιστατικά εκείνα, που σημειώνεται η επέλευση ενός επιζήμιου για την υγεία τους γεγονότος στο χώρο εργασίας τους, κυρίως εξ αιτίας της μη λήψης των απαραίτητων μέτρων προστασίας από τον εργοδότη τους. Ακόμη, όμως, και σε αυτές τις περιπτώσεις ο νομοθέτης έχει μεριμνήσει, ώστε να εξασφαλίζεται η μέγιστη δυνατή προστασία για τον παθόντα εργαζόμενο, ο οποίος γνωρίζοντας τα δικαιώματα, που  του παρέχει ο νόμος, θα μπορέσει να επιδιώξει την ικανοποίηση των σχετικών αξιώσεών του. Κατεβάστε το άρθρο σε pdf: SYNERGASIA_IOYNIOS_2022