Η προθεσμία του άρθρου 237 § 1 ΚΠολΔ για την κατάθεση προτάσεων και αποδεικτικών εγγράφων, Αρμενόπουλος, 2009, 196

I. ΕΙΣΑΓΩΓΗ - ΔΙΑΚΡΙΣΗ ΠΡΟΘΕΣΜΙΩΝ

Αποτελεί κοινό τόπο η διαπίστωση ότι οι προθεσμίες αποτελούν κομβικό σημείο στο οικοδόμημα κάθε δικονομίας (πολιτικής, ποινικής, διοικητικής) είτε εγχώριας είτε αλλοδαπής. Η πιστή τήρησή τους επιβάλλεται από υπέρτερους δικαιοπολιτικούς σκοπούς. Αποσκοπούν είτε στην ταχεία περαίωση της διαδικασίας αποτελώντας μορφή πίεσης στους διαδίκους να ασκήσουν δίχως χρονοτριβή τις κρίσιμες διαδικαστικές πράξεις (π.χ. η τριακονθήμερη προθεσμία για να ασκηθεί η έφεση, άρθρο 518 § 1 ΚΠολΔ) είτε στην αποτροπή του αιφνιδιασμού του αντιδίκου, επιτυγχάνοντας να του επιδοθεί χρόνος διάσκεψης και προετοιμασίας (π.χ. η αγωγή πρέπει να δοθεί στον εναγόμενο τουλάχιστον τριάντα (30) ημέρες πριν από την εκδίκασή της, άρθρο 228 ΚΠολΔ). Στην πρώτη περίπτωση αναφερόμαστε σε προθεσμίες προς ενέργεια, ενώ στη δεύτερη σε προπαρασκευαστικές προθεσμίες1. Στις πρώτες (προς ενέργεια) η συγκεκριμένη διαδικαστική πράξη πρέπει να λάβει χώρα εντός της τασσόμενης προθεσμίας2, διαφορετικά αποδυναμώνεται το δικαίωμα του διαδίκου να την ασκήσει. Στις δεύτερες (προπαρασκευαστικές) η συζήτηση ή επιχείρηση κάποιας διαδικαστικής πράξης απαιτεί τη συμπλήρωσή τους. Στη θεωρία υποστηρίζεται ότι η ανωτέρω διάκριση έχει σημασία τόσον από άποψη υπολογισμού και λήξεως της προθεσμίας όσο και λόγω του γεγονότος ότι η μη τήρηση των προθεσμιών ενεργείας οδηγεί κατά κανόνα στην έκπτωση από το δικαίωμα επιχειρήσεως της πράξεως (βλ. άρθρο 151 ΚΠολΔ), ενώ η μη τήρηση των προπαρασκευαστικών προθεσμιών οδηγεί σε απαράδεκτο της συζήτησης ή σε ακυρότητα της πράξεως3. Ωστόσο, μια τέτοια σημασία δεν δείχνει να γίνεται αντιληπτή από τη νομολογία.

II. Η ΕΝΑΡΞΗ ΚΑΙ Η ΛΗΞΗ ΤΩΝ ΔΙΚΟΝΟΜΙΚΩΝ ΠΡΟΘΕΣΜΙΩΝ

Κρατούσα άποψη στη νομολογία είναι ότι οι ρυθμίσεις που αφορούν τις προθεσμίες ενέργειας επεκτείνονται, λόγω της «αδιάστικτης διατύπωσης» του νόμου και στις προπαρασκευαστικές. Πιο συγκεκριμένα, αμφότερες θεωρείται ότι λήγουν την 19.00 ώρα της τελευταίας ημέρας, και εάν αυτή είναι κατά νόμον εξαιρετέα ή Σάββατο (άρθρο 1 § 12 ν. 1157/1981), την ίδια ώρα της επόμενης μη εξαιρετέας ημέρας (άρθρο 144 § 1 ΚΠολΔ)4. Επίσης, και για τις δύο ανωτέρω προθεσμίες υποστηρίζεται ότι η μέτρηση της προθεσμίας δεν γίνεται με κατεύθυνση προς το παρελθόν, αλλά προς το μέλλον5. Ως πρώτη επομένως ημέρα νοείται εκείνη της επιδόσεως (ή καταθέσεως των προτάσεων στην περίπτωσή μας) και ως τελευταία εκείνη που προηγείται της επιχειρητέας πράξεως, της συζητήσεως κλπ., ώστε εάν αυτή είναι εξαιρετέα ή Σάββατο να μετατίθεται η λήξη της την επομένη μη εξαιρετέα ημέρα6. Ωστόσο, η ανωτέρω άποψη τυγχάνει σοβαρής κριτικής, ιδίως λόγω του γεγονότος ότι εξαιτίας της ανελαστικότητάς της επιδαψιλεύει κινδύνους ακυροτήτων ή απαραδέκτων για την κατηγορία των πράξεων που θεωρούνται και από τη νομολογία ως προπαρασκευαστικές και η εμμονή στην τυπολατρία μόνον την πρόοδο της δίκης και την ασφάλεια δικαίου δεν εξυπηρετεί. Η πρώτη προβληματική για την ταύτιση του τρόπου υπολογισμού των ανωτέρω προθεσμιών αναπτύσσεται από τον καθηγητή Ράμμο όταν θέτει το κρίσιμο ερώτημα «εάν η νομοθετική επιταγή για μετάθεση της λήξης της προθεσμίας, όταν αυτή συμπίπτει με μη εργάσιμη ημέρα, στην αμέσως επόμενη εργάσιμη ημέρα, ισχύει αδιακρίτως για όλες τις δικονομικές προθεσμίες ή μήπως περιορίζεται αποκλειστικούς και μόνον στην περίπτωση των λεγάμενων προθεσμιών ενέργειας, κατ' αποκλεισμό των λεγομένων προπαρασκευαστικών προθεσμιών»7. Την ίδια άποψη περί «πρακτικής σημασίας, ιδίως από της απόψεως του υπολογισμού και της λήξεως των δικονομικών προθεσμιών» υποστηρίζουν έγκριτοι συγγραφείς8 και αρχικώς και η νομολογία9. Αντίθετα, μετέπειτα η νομολογία φαίνεται να οδηγείται σε μια ταύτιση των ανωτέρω προθεσμιών. Αρχικά η Ολομέλεια του Αρείου Πάγου, με την απόφαση 266/198510 (με την ισχυρή μειοψηφία εννέα δικαστών) με «επίγνωση» - όπως χαρακτηριστικά επισημαίνει ο Μπέης11 - «ότι η προθεσμία δημοσίευσης του προγράμματος πλειστηριασμού πριν από τη διενέργειά του είναι αποκλειστικούς και μόνον προπαρασκευαστική προθεσμία, δίχως κανένα άλλο ίχνος παράλληλου χαρακτήρα και ως προθεσμίας ενέργειας», αποφάνθηκε ότι η «διάταξις του άρθρου 144 § 1 ΚΠολΔ εφαρμόζεται τόσον επί προθεσμιών ενεργείας όσον και επί των προπαρασκευαστικών τοιούτων12». Και καταλήγει ο Μπέης: «Με ποια ειδικότερη αιτιολογική σκέψη; Καμία! Απλώς με την ισχύ της πλειοψηφίας...».

III. ΜΕΡΙΚΕΣ ΣΚΕΨΕΙΣ ΩΣ ΠΡΟΣ ΤΗΝ «ΑΔΙΑΣΤΙΚΤΗ ΔΙΑΤΥΠΩΣΗ» ΤΟΥ ΝΟΜΟΥ

Ο Αρειος Πάγος σε Ολομέλεια, με την υπ' αριθμ. 33/1996 απόφασή του, απεφάνθη ότι: «Κατά τη διάταξη του άρθρου 1 § 12 εδ. α' του ν.1157/12.5.1981, «η διαδρομή των υπό του νόμου ή των δικαστηρίων τεταγμένων προθεσμιών, άρχεται από της επιούσης της ημέρας της επιδόσεως ή της ημέρας κατά την οποίαν συνέβη το αποτελούν την αφετηρίαν της προθεσμίας γεγονός και λήγει την 7ην μ.μ. ώραν της τελευταίας ημέρας, εάν δε αύτη είναι κατά νόμον εξαιρετέα ή Σάββατον, την αυτήν ώραν της επομένης εργασίμου ημέρας». Όπως συνάγεται από την αδιάστικτη διατύπωση της ως άνω διατάξεως13, το περί ενάρξεως της προθεσμίας εδάφιο αυτής, όπως άλλωστε και η ταυτόσημη σχεδόν διάταξη του άρθρου 144 § 1 του ΚΠολΔ, εφαρμόζεται τόσο επί των προθεσμιών ενεργείας, όσο και επί των προπαρασκευαστικών προθεσμιών, δηλαδή εκείνων οι οποίες τάσσονται και είναι απαραίτητο να παρέλθουν προ της ενεργείας ορισμένης πράξεως, σε τρόπον ώστε, αν η τελευταία ημέρα των ενλόγω προθεσμιών συμπίπτει προς ημέρα εξαιρετέα ή Σάββατο, δεν υπολογίζεται αυτή και η προθεσμία λήγει την ίδια ώρα της επόμενης εργάσιμης ημέρας, γεγονός το οποίο συμβαίνει και επί της 30ήμερης προθεσμίας που τάσσεται από τη διάταξη του άρθρου 569 § 2 ΚΠολΔ, διά την άσκηση των πρόσθετων λόγων αναιρέσεως, οπότε, εάν η τελευταία (30ή) πριν από τη δικάσιμο ημέρα (με αφετηρία την επομένη της επιδόσεως) συμπίπτει με εξαιρετέα ημέρα, δεν υφίσταται εμπρόθεσμη άσκηση των λόγων αυτών και επομένως παράγεται το από το άρθρο 577 § 2, σε συνδυασμό με τα άρθρα 111 § 2, 144 § 1 και 569 § 2 απειλούμενο απαράδεκτο». Στην ανωτέρω μείζονα πρόταση της απόφασης, εύλογα, μπορούν να υπάρξουν οι ακόλουθες παρατηρήσεις: i) Δεν γίνεται καμία ρητή αναφορά στο κείμενο της διάταξης σε προθεσμίες ενέργειας και προπαρασκευαστικές προθεσμίες, γεγονός που δεν συνάδει με το τελικό συμπέρασμα της απόφασης. Αντίθετα, γίνεται αναφορά σε νόμιμες προθεσμίες (όπως π.χ. οι προθεσμίες ασκήσεως των ενδίκων μέσων, 518 § 1,2, 545 § 1, 2, 564 § 1, 3 ή η προθεσμία της αναγγελίας επί πλειστηριασμού, 972 § 1 3) και δικαστικές (π.χ. η συμπλήρωση δικονομικών ελλείψεων, 671 ΚΠολΔ). Συνεπώς, στο κείμενο του νόμου δεν γίνεται αναφορά στο σκοπό και τη λειτουργία που επιτελούν οι προθεσμίες αυτές, ώστε να συνάγεται ασφαλές συμπέρασμα για τη βούληση του νομοθέτη. ii) Δεν πρόκειται περί «αδιάστικτης διατύπωσης», δηλαδή διατύπωσης δίχως στίγματα, δίχως σημεία στίξεως14, αλλά σύνδεση κατά παράταξη (τα ονοματικά στοιχεία είναι ισότιμα, δηλαδή έχουν ίδια λειτουργία και χρησιμοποιείται ο παρατακτικός σύνδεσμος «ή»)15. Η επιλογή των ανωτέρω λέξεων είναι ατυχής και συνάδει με φραστική ακυριολεξία. iii) Η διατύπωση της διάταξης («άρχεται από της επιούσης της ημέρας της επιδόσεως ή της ημέρας κατά την οποίαν συνέβη το αποτελούν την αφετηρίαν της προθεσμίας γεγονός») φαίνεται να παραπέμπει περισσότερο σε προθεσμίες ενέργειας παρά σε προπαρασκευαστικές, καθώς δίδει έμφαση στην ίδια την πράξη ως χρονική αφετηρία, δηλαδή ως αρχικό σημείο από το οποίο αρχίζει η προθεσμία (terminus a quo). Η γραμματική ερμηνεία αυτής της διάταξης (δίδοντας έμφαση στις λέξεις «επιδόσεως» και «συνέβη) δεν αφήνει καμία αμφιβολία περί του αντιθέτου. iv) Το άρθρο 151 ΚΠολΔ (εντασσόμενο συστηματικά στο 17ο περί προθεσμιών κεφάλαιο του ΚΠολΔ), ορίζοντας τις συνέπειες της παρόδου της προθεσμίας, απαγγέλλει έκπτωση από το δικαίωμα ενέργειας της επιχειρητέας πράξης, συνέπεια που δεν συνάδει με τις προπαρασκευαστικές προθεσμίες. Εκ των ανωτέρω γίνεται απολύτως κατανοητό ότι η διάταξη του άρθρου 1 § 12 εδ. α' του ν. 1157/12.5.1981 και η σχεδόν ταυτόσημη του άρθρου 144 ΚΠολΔ αναφέρονται μόνον στις προθεσμίες ενέργειας. Περαιτέρω, η διάταξη του άρθρου 237 § 1 ΚΠολΔ είναι κάτι παραπάνω από σαφής. Καθιστά ως χρονική αφετηρία υπολογισμού τη δικάσιμο16 (όπως αυτή μάλιστα προσδιορίζεται με έγγραφο βέβαιης χρονολογίας, δηλαδή το ίδιο το εισαγωγικό της δίκης δικόγραφο), καθώς ορίζει ότι: «οι διάδικοι πρέπει να καταθέσουν το αργότερο είκοσι ημέρες πριν από τη δικάσιμο προτάσεις, επί των οποίων ο γραμματέας σημειώνει τη χρονολογία κατάθεσης». Συνεπώς, η γραμματική ερμηνεία της διάταξης μας οδηγεί να μετρήσουμε την προθεσμία με κατεύθυνση προς το παρελθόν και όχι προς το μέλλον17, λαμβάνοντας βέβαια υπόψη ότι στις προπαρασκευαστικές προθεσμίες δεν συνυπολογίζεται ούτε η ημέρα της καταθέσεως των προτάσεων (ή σε άλλες περιπτώσεις της επιδόσεως του δικογράφου) ούτε η ημέρα της δικασίμου ή της επιχείρησης της πράξης18. Το ανωτέρω συμπέρασμα ενισχύεται και από τη διατύπωση του άρθρου 237 § 3 που ορίζει ότι οι αμοιβαίες αντικρούσεις γίνονται με προσθήκη στις προτάσεις, η οποία κατατίθεται το αργότερο δεκαπέντε ημέρες πριν από τη δικάσιμο». Συνεπώς, πάλι ορίζεται ως χρονική αφετηρία η ημέρα συζήτησης της υπόθεσης. Εάν ο νομοθέτης επιθυμούσε άλλο χρονικό σημείο ως αφετηρία της προθεσμίας, θα ανέφερε «πέντε ημέρες μετά την κατάθεση των προτάσεων». Τέλος, το συμπέρασμα αυτό επικουρείται και από τη διατύπωση του άρθρου 270 § 6, σύμφωνα με το οποίο οι διάδικοι μπορούν να καταθέσουν προσθήκη στις προτάσεις του, η οποία περιορίζεται στην αξιολόγηση των αποδείξεων κατά την αντίκρουση των ισχυρισμών που προβλήθηκαν οψίμως κατά το άρθρο 269 § 2, «έως τη δωδέκατη ώρα της όγδοης εργάσιμης ημέρας από τη συζήτηση». Συνεπώς, κρίσιμη αφετηρία της προθεσμίας είναι η ημερομηνία της συζήτησης. Δεν μπορεί να υιοθετείται από τη νομολογία αντίθετη άποψη, η οποία ουσιαστικά οδηγεί σε αναίτιες παλινωδίες αναφορικά με το χρονικό εντοπισμό έναρξης της προθεσμίας. Μια τέτοια επιλογή δεν υπηρετεί καμία δικαιοπολιτική σκοπιμότητα, ούτε φυσικά μπορεί να θεωρηθεί ότι ο νομοθέτης εν γνώσει του επιτείνει την ανασφάλεια δικαίου, επιλέγοντας ως αφετηρία υπολογισμού της προθεσμίας στην περίπτωση του άρθρου 237 § 1 την κατάθεση των προτάσεων, ενώ στις περιπτώσεις των άρθρων 237 § 3 και 270 § 6 τη συζήτηση της υποθέσεως, ιδίως όταν πρέπει διάδικοι και δικηγόροι να υπολογίσουν τις ανωτέρω προθεσμίες για την ίδια δίκη! Επιπρόσθετα, η μη τήρηση της προθεσμίας κατάθεσης των προτάσεων δεν έχει ως συνέπεια το απαράδεκτο της συζήτησης, αλλά τη μη λήψη αυτών υπόψη από το δικαστήριο. Επομένως, η εμπρόθεσμη κατάθεση των προτάσεων αποτελεί απλό δικονομικό βάρος των διαδίκων (και όχι υποχρέωσή τους), με την έννοια ότι διαφορετικά, σε περίπτωση δηλαδή εκπρόθεσμης ή και μη κατάθεσης των προτάσεων, αυτές και οι σε αυτές περιεχόμενοι ισχυρισμοί των διαδίκων δεν θα συνεκτιμηθούν από το δικαστήριο19. Υποστηρίχτηκαν βέβαια και οι απόψεις, ότι η μη προσήκουσα (και συνεπώς η μη εμπρόθεσμη) κατάθεση των προτάσεων επιδρά σύμφωνα με το άρθρο 271 ΚΠολΔ και στη νομότυπη παράσταση του διαδίκου κατά τη συζήτηση, αφότου ερημοδικεί20, όπως και ότι ο διάδικος που δεν κατέθεσε εμπρόθεσμα προτάσεις παρίσταται νομότυπα κατά τη σχετική συζήτηση21. ν) Η ταύτιση (τόσον αναφορικά με τον τρόπο υπολογισμού της προθεσμίας όσο και η επιγενόμενη εννοιολογική) έρχεται σε αντίθεση με το άρθρο 4 § 1 του Συντάγματος, καθώς η επιμήκυνση του χρόνου στις προθεσμίες ενέργειας (παράταση της προθεσμίας και συμπλήρωση την πρώτη εργάσιμη επόμενη ημέρα) ισχύει και για τους δύο διαδίκους. Αντίθετα, στις προπαρασκευαστικές προθεσμίες, εάν η καταληκτική τους ημερομηνία συμπίπτει με ημέρα εξαιρετέα, η προθεσμία συντέμνεται για το διάδικο που οφείλει να τηρήσει την προπαρασκευαστική προθεσμία και επιμηκύνεται υπέρ του αντιδίκου του, προς το συμφέρον του οποίου έχει ταχθεί22, καθώς ουσιαστικά προσαυξάνει το χρόνο άμυνας και προετοιμασίας του ενόψει της συζήτησης της υπόθεσης άνευ ειδικότερης αιτιολογίας και σκοπιμότητας. Τα ανωτέρω γίνονται ευδιάκριτα στην περίπτωση του άρθρου 569 § 2 ΚΠολΔ, όπου τάσσεται τριακονθήμερη προθεσμία για την κατάθεση και επίδοση του δικογράφου των πρόσθετων λόγων αναίρεσης. Για παράδειγμα, εάν η τελευταία (30ή) πριν από τη δικάσιμο ημέρα (με αφετηρία την επομένη της επιδόσεως σύμφωνα με την κρατούσα νομολογία) συμπίπτει με εξαιρετέα ημέρα ή Σάββατο και η επόμενη εργάσιμη είναι η ημέρα της δικασίμου, δεν υπάρχει εμπρόθεσμη άσκηση των προσθέτων λόγων και οι τελευταίοι απορρίπτονται - σύμφωνα πάντα με την κρατούσα στη νομολογία άποψη - και αυτεπαγγέλτως ως απαράδεκτοι, σύμφωνα με το άρθρο 577 § 2 ΚΠολΔ. Ωστόσο, στο ανωτέρω παράδειγμα, άνευ αιτιολογίας και σκοπιμότητας, προσαυξάνεται μόνον για τον αμυνόμενο διάδικο23 ο χρόνος προετοιμασίας του σε τριάντα τρεις (33) ημέρες, παραβιάζοντας τη βασική συνταγματική αρχή της ισότητας των διαδίκων. Ακόμη και στην περίπτωση του άρθρου 237 § 1 ΚΠολΔ, εάν έχει οριστεί ως ημερομηνία συζήτησης η 12.5.2008 και ως χρόνος έναρξης του υπολογισμού της προθεσμίας ορίζεται η επομένη της κατάθεσης των προτάσεων και με δεδομένο ότι σε περίπτωση που η προθεσμία λήγει σε εξαιρετέα ημέρα ή Σάββατο, η λήξη της μετατίθεται για την επόμενη μη εξαιρετέα στις 19.00 (άρθρο 144 ΚΠολΔ), τότε ο αμυνόμενος έχει ως χρόνο προετοιμασίας 23 ημέρες24 (καθώς εμπρόθεσμη κατάθεση θα θεωρείται η Παρασκευή 18.4.2008 και όχι η Δευτέρα 21.4.2008). Τέτοια προνομιακή μεταχείριση του αμυνόμενου δεν φαίνεται να δικαιολογείται από καμία διάταξη, ενώ αντίθετα ρητά αποδοκιμάζεται από το θεμελιώδη νόμο της χώρας. νi) Η ratio της διάταξης του άρθρου 144 ΚΠολΔ είναι να μη στερηθεί ο διάδικος δικονομικού δικαιώματος, λόγω της καθιέρωσης της πενθήμερης εργασίας που καθιστά απαγορευτική την επιχείρηση διαδικαστικής πράξης (π.χ. αδυναμία άσκησης ενδίκου μέσου, λόγω της μη λειτουργίας των δικαστικών γραφείων ή απαγόρευση επίδοσης λόγω της ρητής διατύπωσης του άρθρου 125 § 1 ΚΠολΔ). Συνεπώς, η επιμήκυνση της προθεσμίας άσκησης της διαδικαστικής πράξης συνάδει με τα άρθρα 20 § 1 του Συντάγματος και 6 της ΕΣΔΑ. Όπως εύστοχα επισημαίνεται25, η «έννομη τάξη δέον να μην ευνοεί τη σκληρότητα, όταν, δίχως αξιόλογο κόστος για τον αντίδικο και τα θεμελιακά δικονομικά αξιώματα μπορεί να διευκολυνθεί ο διάδικος να ασκήσει τη διαδικαστική πράξη κατά την επόμενη εργάσιμη ημέρα μετά την εκπνοή της προθεσμίας ενέργειας». Ακριβώς ο ίδιος νομικός συλλογισμός, όμως, μας οδηγεί σε διαφορετική ερμηνεία αναφορικά με τις προπαρασκευαστικές προθεσμίες. Πρώτα πρώτα Ουδεμία επιμήκυνση του χρόνου είναι απαραίτητη, καθώς καμία απολύτως πράξη δεν πρόκειται να επιχειρηθεί την τελευταία (εξαιρετέα στο παράδειγμά τους) ημέρα26. Κατόπιν, αυθαίρετη προσαύξηση του χρόνου που απαιτείται για την προκατάθεση προτάσεων στις 23 ημερολογιακές ημέρες δυσχεραίνει αναίτια τους διαδίκους και παραβιάζει τα άρθρα 20 § 1 του Συντάγματος και 6 § 1 της ΕΣΔΑ και άρθρα 2 § 3, 14 § 1 του Διεθνούς Συμφώνου του ΟΗΕ για τα ατομικά και πολιτικά δικαιώματα (ΔΣ ΟΗΕ), όπως αυτό κυρώθηκε με το ν. 2462/1997, καθώς άνευ ρητής διατύπωσης στο νόμο, επιφέρει ως συνέπεια την ερημοδικία του διαδίκου27 που κατέθεσε προτάσεις, δίδοντας το δικαίωμα άμυνας στον αντίδικο για χρονικό διάστημα είκοσι (20) πλήρων ημερολογιακών ημερών (και για το λόγο αυτόν η κατάθεση είναι εμπρόθεσμη28) όχι όμως εικοσιτριών (23), όπως επιτάσσει στο ανωτέρω παράδειγμα η κρατούσα στη νομολογία άποψη. Επίσης, όπως επισήμανε ο Ράμμος, «ουδένα λόγον έχουν οι ως άνω ορισμοί του ΑΚ και της ΠολΔικ περί μεταθέσεως της λήξεως της προθεσμίας, οσάκις η τελευταία ημέρα αυτής είναι κατά νόμον εξαιρετέα, εις την επομένην εργάσιμον, προκειμένου περί των ούτω καλουμένων προπαρασκευαστικών ή προεισαγωγικών προθεσμιών, δηλαδή εκείνων αίτινες τάσσονται υπό του νόμου κλπ. και είναι απαραίτητον να παρέλθουν προ της ενεργείας ορισμένης πράξεως, δηλώσεως (ιδία διαδικαστικής τινός πράξεως). Σκοπός των προθεσμιών τούτων είναι να δοθεί καιρός εις τον υπόχρεων, δικαιούχον κλπ. ίνα προπαρασκευασθή διά την διενέργειαν της πράξεως, της δηλώσεως κλπ. Πράγματι, επί των τελευταίων προθεσμιών ουδεμίαν σημασίαν έχει ή δύναται να έχει το γεγονός εάν η τελευταία ημέρα της προθεσμίας είναι εργάσιμος ή εξαιρετέα κατά νόμον, ως δεν ενδιαφέρει αν μια ή πλείονες των ενδιαμέσων ημερών της προθεσμίας είναι κατά νόμον εξαιρετέοι, όταν ο υπολογισμός του χρόνου γίνηται συναπτούς και ουχί ωφελίμως29». Περαιτέρω, στο σημείο αυτό πρέπει να υπογραμμιστεί ότι η διάταξη του άρθρου 20 § 1 του Συντάγματος δεν αποκλείει στο νομοθέτη να θέτει περιορισμούς, αναφορικά με την άσκηση του κατοχυρούμενου από αυτήν δικαιώματος παροχής δικαστικής προστασίας, πλην αυτοί οι περιορισμοί πρέπει να είναι ρητοί30, εύλογοι, αναλογικοί, αμοιβαίοι για τους διαδίκους και να μην προσβάλλουν τον πυρήνα του δικαιώματος. Συνεπώς, πρέπει να παρέχεται στους διαδίκους πλήρες και κατά τρόπο όμοιο δικαίωμα προετοιμασίας ενόψει της συζήτησης της υπόθεσης για την προάσπιση και διεκδίκηση των αξιώσεών τους31, ενώ μια τυπολατρική ερμηνεία δημιουργεί και εύλογες αμφιβολίες αναφορικά με τη συμβατότητά της με τον υπέρτατο κανόνα της αρχής της αναλογικότητας (άρθρο 25 § 1 Συντάγματος). Κατά πόσον μια ερμηνευτική προσέγγιση (άνευ ρητής πρόβλεψης) στη συγκεκριμένη διάταξη δικαιολογεί ως συνέπεια την ερημοδικία του διαδίκου που κατέθεσε μεν προτάσεις είκοσι πλήρεις ημέρες πριν από τη δικάσιμο, αλλά ο διαφορετικός τρόπος μέτρησης (από την κατάθεση των προτάσεων και όχι από τη συζήτηση) καταδεικνύει την τελευταία ημέρα ως εξαιρετέα ή Σάββατο; Η ερμηνευτική αποψίλωση δικαιωμάτων32 - τη στιγμή μάλιστα που οι προπαρασκευαστικές προθεσμίες, σε αντίθεση με τις προθεσμίες ενέργειας, δεν υπόκεινται στο ένδικο βοήθημα της επαναφοράς των πραγμάτων στην προηγούμενη κατάσταση33 (152 ΚΠολΔ) - δεν συνάδει με την αρχή της αναλογικότητας και έρχεται σε ευθεία αντίθεση με το Σύνταγμα, ιδίως μετά την αναθεώρηση του 2001. vii) Η επιμήκυνση του χρόνου προετοιμασίας στις 23 ημέρες δεν θεμελιώνεται ούτε τελολογικά, καθώς ο διάδικος έχει τις εξής δυνατότητες: α'. Να ζητήσει αναβολή, ώστε να αξιοποιήσει το χρόνο αυτό για καλύτερη προετοιμασία του. β'. Να προχωρήσει σε αμοιβαίες αντικρούσεις με προσθήκη στις προτάσεις το αργότερο δεκαπέντε ημέρες πριν από τη δικάσιμο (άρθρο 237 §3). γ'. Να προχωρήσει σε προσθήκη - αντίκρουση και αξιολόγηση των μαρτυρικών καταθέσεων (περιοριζόμενος στην αξιολόγηση των αποδείξεων κατά την αντίκρουση των ισχυρισμών που προβλήθηκαν οψίμως κατά το άρθρο 269 § 2 ΚΠολΔ) έως τη δωδέκατη ώρα της όγδοης ημέρας από τη δικάσιμο (άρθρο 270 § 6 ΚΠολΔ). Συνεπώς, δεν προκαλείται καμία απολύτως βλάβη στο διάδικο εάν δεν μετατεθεί η προθεσμία στην επόμενη εργάσιμη μέρα, κατά την κατάθεση των προτάσεων, ιδίως εάν λάβουμε υπόψη ότι οι προπαρασκευαστικές προθεσμίες αποβλέπουν, όπως ανωτέρω αναλυτικά αναφέρθηκε, στη διασφάλιση της δυνατότητας στο διάδικο για περίσκεψη, ενημέρωση και προετοιμασία πριν από τη συζήτηση της αγωγής, ενδίκου μέσου ή κλήσεως ή επιχειρήσεως σε βάρος του μιας πράξεως αναγκαστικής εκτέλεσης34.

IV. ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΑ

Στις προπαρασκευαστικές προθεσμίες (όπως αυτή της κατάθεσης προτάσεων που προβλέπεται στο άρθρο 237 § 1 ΚΠολΔ), ο υπολογισμός του χρόνου πρέπει να έχει ως αφετηρία (terminus a quo) την ημερομηνία συζήτησης με κατεύθυνση προς το παρελθόν και όχι προς το μέλλον. Για τον υπολογισμό της προθεσμίας δεν συνυπολογίζεται ούτε η ημέρα της καταθέσεως των προτάσεων ούτε η ημέρα της δικασίμου. Ακόμη και στην περίπτωση που ο χρόνος υπολογισμού κριθεί πως είναι αντίστροφος35, οι προπαρασκευαστικές προθεσμίες δεν επιμηκύνονται έως την επόμενη εργάσιμη ημέρα εάν η τελευταία ημέρα - που είναι συνήθως η προηγουμένη της συζητήσεως - συμπίπτει με εξαιρετέα ημέρα ή Σάββατο.
1. Για τη διάκριση των δικονομικών προθεσμιών βλ. (μεταξύ άλλων) αναλυτικά Νίκας Ν, Πολιτική Δικονομία II, 2005, σλ. 82. 2. Χωρίς, όμως, να αποκλείεται και η επιχείρηση της κρίσιμης διαδικαστικής πράξης, πριν τεθεί καν σε κίνηση η συγκεκριμένη προθεσμία (βλ. π.χ. άρθρο 499 ΚΠολΔ). 3. Βλ. Νίκας Ν, ό.π. σελ. 83 και Ορφανίδη Γ., σε Κεραμέα / Κονδύλη / Νίκα, Ερμηνεία ΚΠολΔ, Εισαγ. 114-151 αριθμ. 2. 4. Έχει νομολογηθεί πως, προκειμένου για πράξεις που ασκούνται με κατάθεση δικογράφου στο δικαστήριο, η προθεσμία δεν λήγει στις 19.00, αλλά με το πέρας του χρόνου που κλείνουν τα γραφεία της Γραμματείας του δικαστηρίου (βλ. ΕφΑθ 2792/1994 Αρμ 1995.160, 161 και ΕφΘεσ 771/1994, Αρμ 1995.31 και 32). 5. Βλ. Γ. Ορφανίδης, ΕλλΔνη 2002.331. 6. Βλ. ΠολΠρΘεσ 6590/2004 Αρμ 2004.913 ΧρΙΔ 2004.434. 7. Βλ. Ράμμος Γ., Στοιχεία Ελληνικής Πολιτικής Δικονομίας, 5η έκδοση 1961, Ιβ' § 111 Β, σελ. 271. 8. Βλ. Δεληκωστόπουλο - Σινανιώτη, Ερμηνεία ΚΠολΔ I, 1968, 146 III σελ. 372, όπου επισημαίνεται ότι: «η διάταξις του άρθρου 146 1 εδ. τελ. ως προς την τελευταίαν εξαιρετέαν ημέραν εφαρμόζεται μόνον επί των προθεσμιών ενεργείας και όχι επί των προπαρασκευαστικών τοιούτων». Τα ίδια υποστηρίζει και ο Μπέης Κ. σε αναλυτική ερμηνευτική επιστημονική μελέτη (γνωμοδότηση) στη Δίκη 2008.45 επ., το ίδιο, όμως, υπαινίσσεται και ο Νίκας, υποστηρίζοντας ότι «η ανωτέρω διάκριση (των προθεσμιών) έχει σημασία όχι μόνον από άποψη υπολογισμού και λήξεως της προθεσμίας, αλλά και επειδή η τήρηση των προθεσμιών ενεργείας οδηγεί κατά κανόνα στην έκπτωση από το δικαίωμα επιχειρήσεως της πράξεως», Πολιτική Δικονομία II, 2005, σελ. 83. 9. ΕφΑθ 1896/1983 Δ 15 (1984), με αντίθετες παρατηρήσεις Σ. Βλαστού. 10. Βλ. ΝοΒ 1985.1181 = ΕλλΔνη 1985.464. 11. Βλ. ό.π. Δίκη 2008.51. 12. Με παρόμοια αιτιολογία και η ΟλΑΠ 33/1996 (ΕλλΔνη 1997.34 = ΝοΒ 1997.447, ΕΕΝ 1996.61), ΑΠ 1183/2006 (κατά πλειοψηφία, αδημ.) ΑΠ 36/2006 (αδημ.), ΑΠ 684/2002 (αδημ.), ΑΠ 1121/1990, ΝοΒ 1992.74. Αποσπάσματα των ανωτέρω αποφάσεων παραθέτει ο Μπέης, ό.π., σελ. 51. 13. Έτσι έκρινε, κατά πλειοψηφίαν όμως, και η πρόσφατη ΑΠ 1183/2007, δημοσιευμένη στη Δίκη 2008.43, με ιδιαίτερα πειστική, όμως, επιχειρηματολογία της μειοψηφίας. Σύμφωνα με αυτήν, «ο ως άνω κανόνας της ληγούσης κατ' εξαιρετέα ημέρα ή Σάββατο προθεσμίας μέχρι την επομένη εργάσιμη ημέρα, ισχύει μόνον επί των προθεσμιών ενέργειας και όχι και επί των προπαρασκευαστικών προθεσμιών επιβεβαιώνεται από τη γραμματική ερμηνεία του ανωτέρω άρθρου, αλλά και εκ του κειμένου των διατάξεων του περί προθεσμιών 17ου Κεφαλαίου του ΚΠολΔ, δηλαδή των άρθρων 144 έως 151 αυτού, το οποίο (κεφάλαιο) οικονομείται επί της εννοίας των προθεσμιών ενέργειας. Μάλιστα, το τελευταίο των ανωτέρω άρθρων, ορίζοντας τις συνέπειες της παρόδου της προθεσμίας, απαγγέλλει έκπτωση από το δικαίωμα ενέργειας της εμπροθέσμως επιχειρητέας πράξης, τούθ' όπερ δεν προσήκει στις προεισαγωγικές προθεσμίες. Εξάλλου, εκ της νομοθετικής βουλήσεως και του αντικειμενικού νοήματος του ερμηνευομένου νομοθετικού κειμένου, συλλαμβανομένου τελολογικώς, προκύπτει ότι η εφαρμογή του κανόνα της παρατάσεως της προθεσμίας δεν δικαιολογείται επί των προεισαγωγικών προθεσμιών, οι οποίες καθορίζονται κατά μήκος ενόψει του απαιτούμενου γενικώς προς προπαρασκευή χρόνου και όχι προς επιχείρηση συγκεκριμένης διαδικαστικής πράξης, οπότε και θα ήταν δικονομικώς αξιολογήσιμη η δυνατότητα επιχειρήσεώς της κατά την τελευταία ημέρα της προθεσμίας. Άλλωστε, προς την έννοια αυτή, κατά την ελάσσονα γνώμη, του κανόνα της παρατάσεως της προθεσμίας συμπλέει και η αρχή του συναπτού υπολογισμού της προθεσμίας, κατά τον οποίο δεν λαμβάνονται υπόψη οι παρεμπίπτουσες Κυριακές ή λοιπές εξαιρετέες ημέρες, πλην της τελευταίας, κατ' εξαίρεση μη υπολογιζομένης επειδή αποτελεί και το απώτατο χρονικό όριο επιχειρήσεως διαδικαστικής πράξης, η οποία κατά την ημέρα αυτή δεν μπορεί ή απαγορεύεται να επιχειρηθεί (π.χ. άσκηση ενδίκου μέσου, λόγω της μη λειτουργίας των δικαστικών γραφείων ή επίδοση, ένεκα της ρητής απαγορεύσεως, κατ' άρθρο 125 § 1 ΚΠολΔ). Τέλος, προς το αποδιδόμενο στην ερμηνευόμενη διάταξη νόημα εναρμονίζονται και οι εξαιρετικές νομοθετικές ρυθμίσεις περί των προπαρασκευαστικών προθεσμιών, οι οποίες υπολογίζονται σε εργάσιμες μόνον ημέρες (λ.χ. άρθρο 270 παρ. 2 και 6 ΚΠολΔ)». 14. Βλ. Μείζον Ελληνικό Λεξικό Τεγόπουλου - Φυτράκη, 1997, σελ. 23, ενώ ο Μπαμπινιώτης Γ., Λεξικό της Ελληνικής Γλώσσας, 1998, δεν αναφέρει καν τον όρο ως δόκιμο αντίθετο. 15. Βλ. Κλαίρης Χρ. - Μπαμπινιώτης Γ., Γραμματική της Νέας Ελληνικής, η' έκδοση 2004, σελ. 975-981. 16. Έτσι ακριβώς και η ΠολΠρΤρικ 70/2007 (αδημ.), που ορίζει ως χρονική αφετηρία υπολογισμού την ημέρα συζήτησης της υπόθεσης. Αναφέρει χαρακτηριστικά: «Από την επισκόπηση των εγγράφων της δικογραφίας, προκύπτει ότι οι προτάσεις του εναγομένου κατατέθηκαν στη γραμματεία του δικαστηρίου αυτού στις 20.11.2006 (σσ ημέρα Δευτέρα), ήτοι είκοσι πλήρεις ημέρες πριν από την ορισθείσα δικάσιμο στις 11.12.2006 (σσ πάλι ημέρα Δευτέρα), χωρίς να συνυπολογιστούν η ημέρα κατάθεσης και η ημέρα συζήτησης, απορριπτομένου του περί του αντιθέτου ισχυρισμού των εναγόντων, δεδομένου ότι για τη συμπλήρωση του εικοσαημέρου κατ' άρθρο 237 ΚΠολΔ, προσμετρώνται και οι παρεμβαλλόμενες ημέρες αργίας, Κυριακής και Σαββάτου, δυνάμενου να τεθεί θέματος μόνον όταν η καταληκτική της προθεσμίας ημέρα είναι εξαιρετέα, περίπτωση που δεν συντρέχει στην προκείμενη περίπτωση, αφού καταληκτική της υποβολής προτάσεων προθεσμία ήταν η 20.11.2006, ημέρα κατά την οποία νομίμως και εμπροθέσμως χώρησε η κατάθεση των προτάσεων του εναγομένου». Αντίθετα, η ΕφΘεσ 2894/2007 (αδημ.) λαμβάνει ως αφετηρία την ημερομηνία καταθέσεως των προτάσεων. Ωστόσο, κρίνει ότι το γεγονός ότι η τελευταία ημέρα του εικοσαήμερου είναι ημέρα Κυριακή δεν επηρεάζει την υπό κρίση προθεσμία, διότι η διάταξη του άρθρου 237 § 1 ΚΠολΔ δεν τάσσει άλλες πρόσθετες προϋποθέσεις για την τήρησή της. Αναφέρει επί λέξει: «οι έγγραφες προτάσεις κατατέθηκαν την 8.45 ώρα της 25ης Απριλίου 2005. Επομένως, δεδομένου ότι η συζήτηση της υποθέσεως ενώπιον του πρωτοβάθμιου δικαστηρίου έγινε την 16η Μάΐου 2005, από την ημερομηνία καταθέσεως (25.4.2005) μέχρι την ημερομηνία συζητήσεως μεσολαβούν είκοσι πλήρεις ημέρες, χωρίς να λαμβάνεται υπόψη η ημέρα καταθέσεως που αποτελεί την αφετηρία (άρθρ. 144 ΚΠολΔ) και της συζητήσεως. Το γεγονός ότι η τελευταία ημέρα του εικοσαήμερου είναι ημέρα Κυριακή, δεν επηρεάζει την προθεσμία που αναφέρθηκε, διότι η διάταξη του άρθρου 237 § 1 ΚΠολΔ δεν τάσσει άλλες πρόσθετες προϋποθέσεις για την τήρησή της. Κατ' ακολουθίαν, το πρωτοβάθμιο δικαστήριο, λαμβάνοντας υπόψη, στην έκδοση της προσβαλλόμενης 28069/2005 απόφασης, τις έγγραφες αυτές προτάσεις τις οποίες κατέθεσε εμπρόθεσμα και συνακόλουθα μετείχε προσηκόντως στη δίκη, δεν έσφαλε, αλλά αποφάσισε σύμφωνα με τα αποδειχθέντα στη δίκη και στηρίχτηκε στην τελική κρίση του σε αποδεικτικά μέσα τα οποία επικαλέστηκε, προσκόμισε νόμιμα η διάδικος αυτή». 17. Έτσι ΑΠ 1570/1992 (αδημ.), η οποία έκρινε ότι η προπαρασκευαστική προθεσμία αρχίζει από την προηγούμενη ημέρα της δικασίμου και λήγει (για παράδειγμα στην περίπτωση των προσθέτων λόγων αναιρέσεως) την τριακοστή ημέρα, και αν η τριακοστή ημέρα είναι αργία ή Σάββατο την προηγούμενη εργάσιμη ημέρα. Επίσης, ο Μπέης Κ. (βλ. Δίκη 2008.46), επισημαίνει ότι η ταύτιση του τρόπου μέτρησης των δύο προθεσμιών «αχρηστεύει το εννοιολογικό περιεχόμενο που αντιδιαστέλλει τις προπαρασκευαστικές από τις προθεσμίες ενέργειας» και ο Καλαβρός Κ., σε Μπέης/Καλαβρός/Σταματόπουλος, Πολιτική Δικονομία, Γενικό Μέρος II, 2006, σελ. 254. Αντίθετα, ο Ορφανίδης Γ. κρίνει ότι τόσο στις προθεσμίες ενέργειας όσο και στις προπαρασκευαστικές η μέτρηση της προθεσμίας δεν γίνεται με κατεύθυνση προς το παρελθόν αλλά προς το μέλλον (βλ. ΕλλΔνη 2002.331). Το ίδιο και ο Διαμαντόπουλος Γ., Η ανταγωγή κατά τον ΚΠολΔ, 2003, § 5, σελ. 257-261. 18. Βλ. ΑΠ 834/1973, ΝοΒ 1974.336, ΕφΑθ 669/1982, ΕλλΔνη 1982.304-305. 19. Μπέης/Καλαβρός/ Σταματόπουλος (Καλαβρός), Πολιτική Δικονομία, Γενικό Μέρος, 2003, σελ. 240. 20. Βλ. ΑΠ 512/1989 ΕΕΝ 1990.151 = ΝοΒ 1990.813 και Κεραμέα/Κονδύλη/Νίκα (Μακρίδου), ΣυμπλΚΠολΔ 2003, σελ. 51. 21. Βλ. Κουσούλης, στην από 30.4.2001 έκθεση επί του Σχεδίου Νόμου της Διεύθυνσης Επιστημονικών Μελετών της Βουλής, σελ. 4. 22. Βλ. Γέσιου - Φαλτσή/Απαλαγάκη/Αρβανιτάκης (Απαλαγάκη) Η νέα διαδικασία του ΚΠολΔ στον πρώτο και δεύτερο βαθμό μετά τους ν. 2915/2001 και 3043/2002, 2004, σελ. 41-42. 23. Ο επιτιθέμενος ασκεί το δικαίωμα κατάθεσης προσθέτων λόγων, όπως ρητά αναγνωρίζεται (μόνον σε αυτόν). Ωστόσο, στο παράδειγμά μας ο χρόνος προετοιμασίας του αμυνομένου (αναιρεσιβλήτου) προσαυξάνεται αυθαίρετα και άνευ ειδικής αιτιολογίας. 24. Στο παράδειγμα αυτό τεκμαίρεται ότι ο επιτιθέμενος διάδικός έχει ολοκληρώσει την προετοιμασία του ενόψει της συζήτησης. Αντίθετα, ο αμυνόμενος έχει περισσότερες ημέρες (από τις προβλεπόμενες στο νόμο) για να μελετήσει τις προτάσεις και τη δικογραφία ενόψει της συζήτησης. 25. Βλ. Μπέης Κ., Δίκη, 2008.52, 53. 26. Αυτή άλλωστε είναι η διαφορά μεταξύ προθεσμιών ενεργείας και προπαρασκευής. Στο παράδειγμά μας δεν πρόκειται να γίνει καμία απολύτως ενέργεια και συνεπώς ακόμη και εάν η τελευταία ημέρα είναι εξαιρετέα ή Σάββατο, καμίαν απολύτως σημασία δεν έχει αναφορικά ΕισΠαρ στα άρθρα 144-151 αριθ. 2. με την άσκηση των δικαιωμάτων των διαδίκων και ιδίως του αμυνόμενου. 29. Ράμμος Γ., ό.π. σελ. 273 υποσημ. 5. 27. Το δικαίωμα παροχής έννομης προστασίας από τα δικαστήρια ανήκει στα συνταγματικός απόλυτα δικαιώματα, δηλαδή είναι απρόσβλητο και αναπαλλοτρίωτο, υπό την έννοια ότι απαγορεύεται στο διοικούμενο να το απεμπολήσει, αλλά και στη δικαστική αρχή ή στη διοίκηση εν γένει να παρεμποδίσει την άσκησή του. 28. Εμπρόθεσμη κρίνει την κατάθεση στην περίπτωση αυτή και ο Βαθρακοκοίλης Β., ΚΠολΔ, Συμπληρωματικός Τόμος Η', 2006, σελ. 288 και οι Κεραμέας/Κονδΰλης/Νίκας (Ορφανίδης), ΚΠολΔ I, 2000, άρθρο 144 αριθ. 11 και 30. Για τη σημασία του ρητού περιορισμού βλέπε παρακάτω υποσημείωση 32. 31. Πρβλ. ΑΕΔ 2/1999, ΣτΕ (Ολ.) 3581/1999. 32. Η τελολογική ερμηνεία οδηγεί σε απαγόρευση της συσταλτικής ερμηνείας ή αλλιώς της ερμηνείας σε βάρος των προσώπων που προστατεύει ο νόμος, διότι ισχύει η γενική συνταγματική αρχή in dubio pro libertate, δηλαδή ό,τι δεν απαγορεύει, ρητά, ο νόμος τότε επιτρέπεται υπέρ του ατόμου (βλ και ΣτΕ 3250/1998 και ΣτΕ 4667/1988). 33. Βλ. Ορφανίδη Γ., ό.π., σελ. 341. 34. Για το λόγο αυτόν, όπως ορθά παρατηρείται (βλ. Ορφανίδης Γ., ό.π., σελ. 336) η προθεσμία εργασίμων ημερών για την άσκηση ανακοπής κατά διαταγής πληρωμής (632 I, 633 II, ΚΠολΔ) που προστατεύει τον οφειλέτη δεν οδηγεί σε παρόμοιο καθορισμό ως προς την προθεσμία προσθέτων λόγων σε σχέση με την προπαρασκευαστική προθεσμία που προστατεύει το δανειστή. 35. Βλ. ΟλΑΠ 266/1985, ό.π., σημ. 260, που αποφαίνεται - μη πειστικά τουλάχιστον με όσα η γραμματική και τελολογική ερμηνεία επιτάσσει - ότι η φυσική προς το μέλλον ροή του χρόνου οδηγεί στο χαρακτηρισμό της μεταγενέστερης χρονικά ημέρας ως ληκτικής της προθεσμίας, της δε χρονολογικά πρότερης ως αφετηρίας της.